Μπόρομιρ

O Boromir ήταν ο πρωτότοκος γιος του Denethor II, του Επιτρόπου της Gondor, και της Finduilas. Ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Faramir και ο αγαπημένος του πατέρα του και του έμοιαζε στο πρόσωπο και στην υπερηφάνεια. Δεν είχε σύζυγο και ενδιαφερόταν περισσότερο για τα όπλα και τον πόλεμο. Λίγο νοιαζόταν για γνώση, εκτός από τις ιστορίες που λέγανε για τις παλιές μάχες. O Boromir ήταν άνθρωπος με μεγάλη δύναμη και ανδρεία. Είχε όμορφο και ευγενές πρόσωπο, σκούρα μαλλιά, γκρίζα μάτια και υπερήφανο βλέμμα. Ήταν ένας από τα Εννέα Μέλη της Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού.


Ο Μπόρομιρ γεννήθηκε το 2978 της Τρίτης Εποχής. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Ντένεθορ Β' (ο προτελευταίος Επίτροπος της Γκόντορ) και της Φιντούιλας. Η μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν μόνο δέκα ετών, κατά συνέπεια, ο πατέρας του έγινε πολύ αυστηρός και εμφανώς προτιμούσε τον ίδιο περισσότερο από τον αδελφό του, τον Φάραμιρ. Παρά το γεγονός αυτό, ο Μπόρομιρ φρόντιζε τον μικρότερο αδελφό του και οι δυό τους ήταν πολύ κοντά. 

Με εντολή του πατέρα του, έφυγε από τη Μίνας Τίριθ για το Ρίβεντελ ώστε να αποκρυπτογραφήσει ένα αίνιγμα που δόθηκε σ' αυτόν και τον αδελφό του στα όνειρά τους:


"Γύρεψε το Σπαθί που ήταν σπασμένο 
Στο Ίμλαντρις μακριά.
Εκεί Συμβούλιο σοφό και διαβασμένο 
Θα πάρει απόφαση βαριά.
Εκεί τρανό σημάδι θε να δείξει 
Πως το μοιραίο είναι κοντά,
Γιατί ο Χαμός του Ισίλντουρ θα ξυπνήσει 
Και τ' Ανθρωπάκι θα σταθεί μπροστά."

Στο ταξίδι του για το Ρίβεντελ έχασε το άλογό του στην Θάρμπαντ και έκανε το υπόλοιπο της διαδρομής με τα πόδια. Το ταξίδι κράτησε 110 ημέρες. Έφτασε στην αρχή του Συμβουλίου του Έλροντ όπου προσπάθησε να τους πείσει να δώσουν το Ένα Δαχτυλίδι στη Γκόντορ διότι πίστευε ότι εκεί θα ήταν ασφαλές. Το Συμβούλιο όμως διαφώνησε με αυτή την εκδοχή, αποφασίζοντας τελικά ότι το Δαχτυλίδι έπρεπε να καταστραφεί. Ο Μπόρομιρ εντάχθηκε στη Συντροφιά του Δαχτυλιδιού. Ο Έλροντ τον προειδοποίησε να μην φυσήξει το Βούκινο της Γκόντορ έως ότου ήταν κοντά στην Γκόντορ και μόνο σε απόλυτη ανάγκη. Στο Λοθλόριεν, όταν ένιωσε ότι η Γκαλάντριελ του δοκίμαζε το μυαλό, ενοχλήθηκε και ήταν καχύποπτος σχετικά με τα κίνητρά της. Πριν από την αναχώρηση από το Λοθλόριεν του δόθηκε δώρο ένας Μανδύας των Ξωτικών και μια χρυσή ζώνη.

Στον Μπόρομιρ δεν άρεσε η ιδέα της καταστροφής του Δαχτυλιδιού, καθότι ο ίδιος πίστευε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να νικηθεί ο Σάουρον ολοκληρωτικά, να σωθεί η Γκόντορ και να επιστρέψει στις παλιές της δόξες. Προσπάθησε να πείσει τον Φρόντο να του δώσει το
Δαχτυλίδι, αλλά όταν το Χόμπιτ αρνήθηκε, ο Μπορομίρ προσπάθησε να το πάρει με τη βία και ο Φρόντο κατάφερε και τράπηκε σε φυγή. Όταν επέστρεψε στην Συντροφιά είπε μόνο ότι είχε διαφωνήσει με τον Φρόντο και ότι το Χόμπιτ εξαφανίστηκε. Ο Άραγκορν πίστευε ότι ο Μπόρομιρ δεν είχε πει όλη την αλήθεια και ότι έκρυβε αρκετά, αλλά δεν τον πίεσε. Ο Μέρρυ και ο Πίππιν έτρεξαν να ψάξουν για τον φίλο τους και ο Άραγκορν είπε στον Μπόρομιρ να τους ακολουθήσει και να τους προστατεύσει. Έκανε όπως του ζητήθηκε και βρήκε τα Χόμπιτς περικυκλωμένα από δεκάδες Ορκς. Ο Μπορομίρ σκότωσε πολλά από αυτά και τα υπόλοιπα τράπηκαν σε φυγή, αλλά όταν προσπάθησε να οδηγήσει τα Χόμπιτς πίσω δέχθηκαν επίθεση και πάλι από τουλάχιστον 100 Ορκς. Τότε φύσηξε το Μεγάλο Βούκινό του και πολέμησε γενναία για να εμποδίσει τα Ορκς από το να πιάσουν τους Μέρρυ και Πίππιν. Εντέλει, έπεσε τρυπημένος από πολλά βέλη και τα Χόμπιτς πιάστηκαν αιχμάλωτα. Ο Άραγκορν τον βρήκε να ξεψυχάει κάτω από ένα δέντρο και έμεινε μαζί του μέχρι που πέθανε. Ο Άραγκορν, ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι έβαλαν το σώμα του μέσα σε ένα από τα πλοία του Λόριεν και τον έστειλαν στους Καταρράκτες του Ράουρος. Στη συνέχεια, τραγούδησαν το Θρήνο για τον Μπόρομιρ.

Στις 29 Φεβρουαρίου 3019 τα μεσάνυχτα, ο Φάραμιρ, ο οποίος φύλαγε τη δυτική ακτή στην Οσγκίλιαθ, μπήκε μέσα στο νερό του Άντουιν για να φτάσει μια βάρκα που επέπλεε στον Άντουιν ποταμό. Προς μεγάλη του θλίψη, μέσα σε αυτή βρισκόταν το νεκρό σώμα του αδερφού του με πολλές θανάσιμες πληγές. Πάνω του ήταν τοποθετημένο το ξίφος του, σπασμένο, αλλά δεν υπήρχε πουθενά το Μεγάλο Βούκινο, το οποίο ο ίδιος και ο πατέρας του άκουσαν να ηχεί μακριά στο Βορρά τρεις μέρες νωρίτερα.    

Δεν υπάρχουν σχόλια: