Τούριν Τουράμπαρ

O Túrin Turambar (επίσης γνωστός ως Adanedhel, Agarwaen, Gorthol, Mormegil, Neithan, Thurin) ήταν Adan του Οίκου του Hador, ο γιος του Húrin Thalion και της Morwen Eledhwen, ο αδελφός της Nienor και ο πρώτος ξάδερφος του Tuor, του πατέρα του Eärendil. Ήταν ένας τραγικός ήρωας της Πρώτης Εποχής, η ζωή του οποίου κυριαρχήθηκε από την κατάρα του Morgoth. Παντρεύτηκε την αδερφή του εν αγνοιά του και στο τέλος αυτοκτόνησε. Σύμφωνα με την Δεύτερη Προφητεία του Mandos, ο Túrin θα επιστρέψει για την Τελική Μάχη, όπου θα καρφώσει το μαύρο σπαθί του, το Gurthang, στη σκοτεινή καρδιά του Melkor, παίρνοντας εκδίκηση έτσι για τα Παιδιά του Húrin.


Ήταν ο μόνος γιος του Χούριν Θάλιον και της Μόργουεν Ελέδγουεν. Είχε μια νεότερη αδελφή, την Ούργουεν, την οποία όλοι φώναζαν Λάλαιθ λόγω του γέλιου της, αλλά πέθανε όταν ήταν τριών ετών από την πανούκλα. Ο Χούριν συνελήφθη στη Μάχη των Αμέτρητων Δακρύων και ο Μόργκοθ καταράστηκε τον ίδιο και την οικογένειά του. Μετά από αυτό ο Τούριν παρέμεινε με τη μητέρα του η οποία τον έκρυψε από τους Ανατολίτες που είχε στείλει ο Μόργκοθ στο Χίθλουμ, φοβούμενη ότι θα τον σκοτώσουν ή θα τον κάνουν σκλάβο. Εκείνο τον καιρό, ο Μόργκοθ είχε καταραστεί όλη την οικογένεια του Χούριν.

Όταν ο Τούριν ήταν οκτώ ετών, η Μόργουεν για να τον προστατεύσει τον έστειλε στο Ντόριαθ, όπου υιοθετήθηκε από τον Βασιλιά Θίνγκολ. Λίγο μετά γεννήθηκε η δεύτερη αδελφή του Τούριν, η Νίενορ. Ο Τούριν ήταν ανήσυχος και μόλις του επετράπει εντάχθηκε με τον Μπέλεγκ Κουθάλιον στο στρατό του Ντόριαθ, πολεμώντας τα Ορκς του Μόργκοθ. Φορούσε το Δρακοκράνος του Ντορ-λόμιν και τα Όρκς τον φοβόντουσαν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο.
 

Παράνομος

Ο Τούριν προκάλεσε κατά λάθος το θάνατο του Σαέρος, ένας από τους συμβούλους του
Θίνγκολ που τον προκάλεσε και του επιτέθηκε. Προτού καν μπορέσει να τιμωρηθεί ή να συγχωρεθεί για αυτό, έφυγε, συναντώντας στο δρομο του μια ομάδα παρανόμων που κατοικούσαν νότια του Μπρέθιλ. Εκεί έδωσε στον εαυτό του το όνομα Νέιθαν (Neithan, ο Αδικημένος). Ο Τούριν σκότωσε τον αρχηγό τους και έγινε ο αρχηγός τους στη θέση του. Κατά τη διάρκεια της αρχηγείας του, σταμάτησε τις επιδρομές των παρανόμων στα σπίτια των ελεύθερων λαών και κυνηγούσε μόνο Όρκς.

Στο μεταξύ, ο Μπέλεγκ Κουθάλιον έλαβε τη σχετική άδεια από τον
Θίνγκολ για να αναζητήσει τον φίλο του. Το 487 της Πρώτης Εποχής, ο Μπέλεγκ βρήκε τους παρανόμους στις παρυφές του Άμον Ρούδ. Ο Μπέλεγκ προσπάθησε αλλά δεν κατάφερε να πείσει τον φίλο του να αφήσει τους παρανόμους, κι εντέλει επέστρεψε πίσω στο Ντόριαθ. Η ομάδα του Τούριν αργότερα έπιασε τον Μιμ τον Μικρο-Νάνο, ο οποίος εξαναγκάστηκε να μοιραστεί μαζί τους τα δώματά του στο Άμον Ρούδ.

 
O Θάνατος του Μπέλεγκ

Στο
Ντόριαθ ο Μπέλεγκ ζήτησε από τον Βασιλιά να πάει με τον φίλο του. Ο Θίνγκολ του το επέτρεψε και επιπλέον του έδωσε το σπαθί Άνγκλαχελ, ενώ η Μέλιαν του έδωσε Λέμπας. Ο Μπέλεγκ επέστρεψε στον Τούριν τον ίδιο χειμώνα, θεραπεύοντας όσους από την ομάδα του είχαν αρρωστήσει από το κρύο. Ο Μπέλεγκ έφερε μαζί του για τον Τούριν το Δρακοκράνος, και η περιοχή γύρω από το Άμον Ρούδ έγινε γνωστή ως Ντορ-Κούαρθολ (Dor-Cúarthol) "Η Γη του Τόξου και του Κράνους" (διότι ο Μπέλεγκ ήταν γνωστός ως ισχυρός τοξότης). Εκεί ο Τούριν πήρε το όνομα Γκόρθολ (Gorthol, "Το Κράνος του Φόβου"). Πολλοί πολεμιστές ενώθηκαν μαζί τους και ένα μεγάλο μέρος του Δυτικού Μπελέριαντ ελευθερώθηκε για λίγο από το κακό.

Τελικά ο Τούριν προδόθηκε από τον Μιμ το Νάνο, αιχμαλωτίστηκε στην κορυφή του Άμον Ρούδ και όλοι οι δικοί του σκοτώθηκαν. Ο Μπέλεγκ επέζησε και διέσωσε τον Τούριν από τα
Ορκς στο Τάουρ-νου-Φούιν με τη βοήθεια του Γκουίντορ, ένα Ξωτικό της Νάργκοθροντ που είχε σκλαβώσει ο Μόργκοθ και που κατάφερε να δραπετεύσει. Ο Μπέλεγκ έκοψε με το Άνγκλαχελ τα δεσμά του Τούριν, εκείνος όμως κατά λάθος τον πέρασε για ένα από τα Ορκς που τον βασάνιζαν. Έτσι, βρυχήθηκε από φόβο, άρπαξε το Άνγκλαχελ και σκότωσε τον Μπέλεγκ. Στη συνέχεια ο Γκουίντορ και ο Τούριν τράπηκαν σε φυγή. Ο Γκουίντορ οδήγησε τον Τούριν, του οποίου το μυαλό χάθηκε σε μια σιωπηλή θλίψη, στις Λιμνούλες της Ίβριν, όπου έκλαψε και φώναξε και η τρέλα του θεραπεύτηκε.


Ηγέτης της Νάργκοθροντ

Ο Γκουίντορ στη συνέχεια οδήγησε τον Τούριν στη Νάργκοθροντ, όπου κάποτε είχε ζήσει. Εκεί ο Τούριν έκρυψε το αληθινό όνομά του και συστήθηκε με το ψευδώνυμο "Αγκάργαεν ο γιος του Ούμαρθ" (Agarwaen son of Úmarth, "Αιματοβαμμένος γιος του Κακορίζικου" στη Σίνταριν), ελπίζοντας μέσα του ότι κρύβοντας την ταυτότητά του ίσως ξέφευγε από την κατάρα του Μόργκοθ. Το Άνγκλαχελ επανασφυρηλατήθηκε και το ονόμασε Γκούρθανγκ, "Σίδερο του Θανάτου". Η Φιντούιλας, η κόρη του Ορόντρεθ, τον ερωτεύτηκε, αλλά εκείνος την απέφευγε διότι στο παρελθόν ήταν η αγαπημένη του φίλου του, του Γκουίντορ. Ο Τούριν αρνήθηκε να της πει το όνομά του κι εκείνη τον αποκαλούσε Θούριν (Thurin, "το μυστικό"). Τον ονόμαζαν επίσης Αντανέδελ, Άνθρωπος-Ξωτικό, επειδή έμοιαζε πολύ σαν Ξωτικό, αν και ήταν Άνθρωπος. Η ταυτότητά του ωστόσο δεν παρέμεινε για πολύ καιρό κρυφή. Ο Γκουίντορ αποκάλυψε στην Φιντούιλας ότι ο Αγκάργαεν ήταν στην πραγματικότητα ο Τούριν και ο Ούμαρθ ο διάσημος πατέρας του, ο Χούριν. Τα νέα φυσικά έφτασαν και στα αυτιά του πατέρα της Φιντούιλας, του Βασιλιά Ορόντρεθ.

Η αποκάλυψη της ταυτότητάς του έδωσε στον Τούριν μεγάλη τιμή και κύρος, καθότι έγινε σύμβουλος του Βασιλιά
Ορόντρεθ και είχε εξαιρετικά μεγάλη επιρροή στην Νάργκοθροντ. Ενθάρρυνε τους Ναργκοθρόντριμ να εγκαταλείψουν την μέθοδο της μυστικότητας του βασιλείου και να χτίσουν μια μεγάλη γέφυρα μπροστά στις πύλες. Λόγω του σπαθιού του, του Γκούρθανγκ, ο ίδιος έγινε γνωστός ως Μορμέγκιλ (Mormegil, Μαύρο Σπαθί) ή το Μαύρο Σπαθί της Νάργκοθροντ. Το 495 της Πρώτης Εποχής, με τον Ορόντρεθ πλέον να ακούει τυφλά τις συμβουλές του Τούριν, ο στρατός της Νάργκοθροντ βγήκε έξω από τη μυστική πόλη για να αντιμετωπίσει τον εχθρό κάτω από το Έρεντ Γουέθριν και στο Πέρασμα του Σίριον. Πιεζόμενοι οδηγήθηκαν στην Πεδιάδα του Τουμχάλαντ όπου νικήθηκαν ολοκληρωτικά στη Μάχη του Τουμχάλαντ. Μόνο ο Τούριν, ο οποίος φόρεσε το Δρακοκράνος του Ντορ-λόμιν, ήταν σε θέση να επιβιώσει της καυτής ανάσας του Γκλάουρουνγκ και να ξεφύγει. Έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να καταστρέψει τη γέφυρα που ο ίδιος διέταξε να χτιστεί για τις ταχύτερες ενέργειες του στρατού,  αλλά δυστυχώς ήταν πάρα πολύ καλά φτιαγμένη. Ο εχθρός έφτασε και ο Γκλάουρουνγκ, ο πατέρας των Δράκων, κατέστρεψε την πύλη και η λεηλασία της άλλοτε ισχυρής Νάργκοθροντ, άρχισε.


Η Εξαπάτηση του Δράκου

O
Γκλάουρουνγκ πλησίασε τον Tούριν, ο οποίος στεκόταν στην σπασμένη πύλη της πόλης, και με μαγεία τον εξαπάτησε κάνοντάς τον να πιστέψει ότι η μητέρα του και η αδερφή του ζούσαν σαν σκλάβες στο Ντορ-λόμιν. Όταν συνήλθε και η επίδραση της μαγείας πέρασε, άφησε την Φιντούιλας κι έτρεξε να τις βρει. Στην πραγματικότητα η Μόργουεν και η Νίενορ βρίσκονταν στο Ντόριαθ ασφαλείς, καθότι τα κατορθώματα του Τούριν είχαν κάνει το δρόμο προσπελάσιμο.

Μόλις έφτασε στο Ντορ-λόμιν, ο Τούριν βρήκε το παλιό σπίτι του άδειο. Πήγε στα δώματα του Μπρόντα, του άρχοντα των Ανατολιτών, ο οποίος είχε παντρευτεί την Αέριν, μια συγγενή του
Χούριν, την οποία κακομεταχειριζόταν, και επιπλέον είχε πάρει τη γη και τα υπάρχοντα του Χούριν, τα οποία δικαιωματικά άνηκαν στον Τούριν. Ο ίδιος έμαθε από την Αέριν ότι η Μόργουεν είχε φύγει, και πάνω στην οργή του, άρπαξε τον Μπρόντα σαν σκυλί και τον έριξε σε μια ομάδα ανθρώπων σπάζοντας το λαιμό του και σκοτώνοντάς τον. Όταν ο Τούριν έφυγε πάλι, η Αέριν έκαψε τον εαυτό της ζωντανό στα δώματα του Μπρόντα, και οι εναπομείναντες του Οίκου του Χάντορ τώρα εκδιώχνονταν με ακόμη μεγαλύτερη ωμότητα.

Στη συνέχεια ο Τούριν προσπάθησε να βρει την Φιντούιλας κατεβαίνοντας από το Έρεντ Γουέθριν, αλλά μάταια, διότι είχε φτάσει πολύ αργά και τα ίχνη είχαν χαθεί. Στο δρόμο συνάντησε κάποιους Ανθρώπους του Μπρέθιλ που τους είχαν περικυκλώσει
Ορκς και τους γλίτωσε, διότι εκείνα το έβαλαν στα πόδια μπροστά στο Γκούρθανγκ. Έπειτα τον πληροφόρησαν τα νέα του θανάτου της Φιντούιλας. Τα Ορκς την είχαν πιάσει αιχμάλωτη με άλλες γυναίκες της Νάργκοθροντ και τις σκότωσαν χωρίς έλεος. Την ίδια την κάρφωσαν σε ένα δέντρο με ένα ακόντιο. Πριν πεθάνει είπε "Πέστε στον Μορμέγκιλ πως η Φιντούιλας είναι εδώ". Ο Τούριν τους ζήτησε να τον πάνε στον τάφο της και εκεί κατέρρευσε από τη θλίψη. Στη συνέχεια τον μετέφεραν στο Μπρέθιλ

Στο μεταξύ φτάσανε νέα στο Ντόριαθ ότι η Νάργκοθροντ έπεσε και ότι ο Μορμέγκιλ είχε σκοτωθεί ή ότι είχε πετρώσει από τα μάγια του δράκου. Η Μόργουεν, αψηφώντας τις συμβουλές της Μέλιαν, έφυγε να τον βρει, και ξωπίσω της μεταμφιεσμένη σε στρατιώτη πήγε και η Νίενορ.
 

Στο Μπρέθιλ

Στο Μπρέθιλ ο Τούριν σιγά σιγά ξεπέρασε τη θλίψη του και άρχισε να ζει πάλι, αυτοαποκαλούμενος πλέον Τουράμπαρ (Turambar, "Κύριος της Μοίρας") πιστεύοντας πως η κατάρα είχε τελειώσει. Μια νύχτα, σε μια σφοδρή θύελλα, ο ίδιος και οι άνδρες του βρήκαν μια γυμνή νεαρή γυναίκα στον τάφο της Φιντούιλας, και την ονόμασε Νίνιελ "Κόρη των δακρύων" διότι, όταν την ρώτησε το όνομά της, εκείνη έκλαψε γιατί δεν θυμόταν ποια ήταν. Και οι δύο θεώρησαν ότι είχαν βρει ο ένας στον άλλο κάτι που αναζητούσαν εδώ και καιρό. Δεν ήξερε ότι αυτή ήταν στην πραγματικότητα η αδελφή του, της οποίας η μνήμη είχε σβηστεί από τον Γκλάουρουνγκ

Ο Τούριν πήγε τη Νίνιελ στο Έφελ Μπράντιρ, ένα περιτειχισμένο χωριό στο Άμον Όμπελ. Καθώς διέσχιζαν τη γέφυρα πάνω από το Κέλεμπρος κοιτάζοντας κάτω στις απότομες χαράδρες του Τέιγκλιν, η Νίνιελ ανατρίχιασε και αρρώστησε. Έπειτα, οι καταρράκτες του Ντίμροστ κάτω από τη γέφυρα ονομάστηκαν Νεν-Γκίριθ, το Ανατριχιαστικό Νερό. Ο Μπράντιρ, ο αρχηγός των Χαλάντιν του Μπρέθιλ, χρησιμοποίησε τις ικανότητές του ως θεραπευτής ώστε να αποκαταστήσει την υγεία της Νίνιελ. Το ξόρκι της λήθης ήταν τόσο ισχυρό που η Νίνιελ δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε καν τις λέξεις για τα απλά πράγματα και έπρεπε να μάθει να μιλάει από την αρχή. Ο Μπράντιρ ερωτεύτηκε τη Νίνιελ, αλλά εκείνη έβλεπε τον Μπράντιρ σαν αδελφό της. Εν αγνοία της ερωτεύτηκε τον πραγματικό αδελφό της, τον Τούριν, και την ερωτεύτηκε και εκείνος.

Το 497, ο
Τούριν ζήτησε από τη Νίνιελ να τον παντρευτεί. Ο Μπράντιρ τη συμβούλευσε να περιμένει, όχι μόνο λόγω των συναισθημάτων του για εκείνη, αλλά και επειδή είχε ένα προαίσθημα στη σκέψη του γάμου τους. Ο Μπράντιρ της είπε ότι ο άνθρωπος που ήξερε ως Τουράμπαρ ήταν ο Τούριν, γιος του Χούριν, και ότι ήταν πιθανό να την αφήσει για να πάει στον πόλεμο. Η Νίνιελ δεν αναγνώρισε το όνομα, αλλά ένιωσε μια σκιά αμφιβολίας και ζήτησε από τον Τούριν περισσότερο χρόνο. Την επόμενη άνοιξη του 498, ο Τούριν ζήτησε ξανά τη Νίνιελ σε γάμο, και της υποσχέθηκε ότι αν τον παντρευτεί δεν θα πάει στη μάχη, εκτός αν πρέπει να υπερασπιστεί την ίδια ή το σπίτι τους. Η Νίνιελ συμφώνησε και παντρευτήκανε μέσα στο κατακαλόκαιρο. Οι άνθρωποι του δάσους τους έδωσαν ένα σπίτι στο Έφελ Μπράντιρ. Πριν από το τέλος του έτους, ο Γκλάουρουνγκ έστειλε Όρκς να επιτεθούν στους Άνδρες του Δάσους του Μπρέθιλ. Στην αρχή ο Τούριν έμεινε στο σπίτι όπως είχε υποσχεθεί στη Νίνιελ, αλλά τελικά βγήκε έξω για να βοηθήσει τους Ανθρώπους του Δάσους να νικήσουν τα Όρκς.

Την άνοιξη του 499, η Νίνιελ έμεινε έγκυος. Η ευτυχία του Τούριν έληξε όταν ο Γκλάουρουνγκ ήρθε κοντά στο Μπρέθιλ, καίγοντας μίλια και μίλια δασικής έκτασης, ώστε μπορούσε να φτάσει εκεί όπου ζούσαν οι άνθρωποι του δάσους στο τέλος της άνοιξης. Ο Τούριν με δύο άλλους έφυγαν να σκοτώσουν τον δράκο στις Χαράδρες του Τέιγκλιν, αλλά ο ίδιος ήταν ο μόνος που τελικά τον έφτασε. Με το μαύρο σπαθί του, τραυμάτισε θανάσιμα τον Δράκο στο Κάμπεν-εν-Άρας, καρφώνοντάς τον στην κοιλιά. Ο Δράκος ετοιμοθάνατος κοίταξε τον Τούριν τόσο έντονα και με τέτοια κακία που ο ίδιος λιποθύμησε. Η Νίνιελ συγκέντρωσε πολλούς από τους Ανθρώπους του Δάσους για να ακολουθήσουν τον Τούριν και έφτασαν μέχρι το Νεν-Γκίριθ, όπου εκείνη άκουσε τις κραυγές του Γκλάουρουνγκ και την κατέβαλε ο τρόμος. Ο Μπράντιρ προσπάθησε να οδηγήσει τη Νίνιελ μακριά με ασφάλεια, αλλά εκείνη δεν άφηνε τον Τούριν. Έτρεξε στο Άλμα του Ελαφιού όπου ο Γκλάουρουνγκ πέθαινε.

Η
Νίνιελ βρήκε τον Τούριν αναίσθητο και φαινομενικά νεκρό. Του έδεσε το πληγωμένο χέρι του και του μίλησε, αλλά εκείνος δεν ξυπνούσε. Τότε ο Γκλάουρουνγκ είπε τα τελευταία του λόγια και της αποκάλυψε ότι η ίδια είναι η αδελφή του Τούριν. Όταν ο Δράκος πέθανε, λύθηκε το ξόρκι της λήθης και θυμήθηκε τα πάντα. Γεμάτη φρίκη, η Νίενορ Νίνιελ αυτοκτόνησε πηδώντας στην χαράδρα, σκοτώνοντας τον εαυτό της και το αγέννητο παιδί της.  

Αυτοκτονία
 
Όταν ο Τούριν ξύπνησε, o Μπράντιρ του είπε τι είχε συμβεί, και εκείνος γεμάτος οργή τον σκότωσε αρνούμενος να πιστέψει την αλήθεια. Όταν έμαθε από τον Μάμπλουνγκ του Ντόριαθ, ο οποίος είχε έρθει να τον αναζητήσει, ότι ο Μπράντιρ έλεγε την αλήθεια και ότι εσφαλμένα τον σκότωσε, δεν μπορούσε πλέον να ζει με τους πόνους και τις συμφορές της ζωής του και αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Τον έπιασε λύσσα και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο Κάμπεντ-εν-Άρας.

Εκεί έβγαλε το σπαθί του, το μοναδικό που του είχε απομείνει από τα υπάρχοντά του, και είπε: "Χαίρε, Γκούρθανγκ! Εσύ δεν γνωρίζεις κύριο ή πίστη εκτός από το χέρι που σε κρατά. Δεν αποστρέφεσαι κανένα αίμα. Θα πάρεις, λοιπόν, τον Τούριν Τουράμπαρ, θα με σκοτώσεις γρήγορα;" Και από τη λάμα αντήχησε μια παγωμένη φωνή που απάντησε: "Ναι, θα πιω το αίμα σου ευχαρίστως για να ξεχάσω το αίμα του Μπέλεγκ του κυρίου μου και το αίμα του Μπράντιρ που σκοτώθηκε άδικα. Θα σε σκοτώσω γρήγορα". Τότε ο Τούριν έμπηξε τη λαβή στη γη κι έπεσε πάνω στην αιχμή του Γκούρθανγκ, και η μαύρη λάμα του πήρε τη ζωή. 

Όταν οι Άνθρωποι του Μπρέθιλ έφτασαν εκεί κι έμαθαν τους λόγους τη τρέλας και του θανάτου του Τούριν, έμειναν εμβρόντητοι. Κι ο Μάμπλουνγκ είπε με πίκρα: "Κι εγώ μπερδεύτηκα στη μοίρα των Παιδιών του Χούριν και με τα νέα μου σκότωσα αυτόν που αγαπούσα". Σήκωσαν τότε τον Τούριν και είδαν πως το Γκούρθανγκ είχε σκιστεί στη μέση. Τον έθαψαν σε ένα ψηλό τύμβο, εκεί που είχε πέσει, κι έβαλαν πλάι του τα κομμάτια του Γκούρθανγκ. Κι όταν όλα έγιναν, τα Ξωτικά έψαλαν ένα θρήνο για τα Παιδιά του Χούριν. Και πάνω στον τύμβο έβαλαν μια μεγάλη γκρίζα πέτρα και χάραξαν στα ρουνικά του Ντόριαθ:
 

TÚRIN TURAMBAR DAGNIR GLAURUNGA
(Τούριν Κύριος της Μοίρας, Φονιάς του Γκλάουρουνγκ)

κι από κάτω έγραψαν επίσης:

NIËNOR NÍNIEL

Όμως εκείνη δεν ήταν εκεί ούτε ποτέ μαθεύτηκε αν την είχαν πάρει τα παγωμένα νερά του Τέιγκλιν.

Η Μόργουεν ήταν πλέον πενήντα ετών όταν πήγε στο Δάσος του Μπρέθιλ και βρήκε τους τάφους των παιδιών της στο Κάμπεντ Ναεράμαρθ, το Πήδημα της Τρομερής Μοίρας. Ο Χούριν, ο οποίος είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά του Μόργκοθ, την βρήκε εκεί, ρακένδυτη, εξαντλημένη και περίλυπη. Τον ρώτησε πώς ο γιος τους βρήκε την αδελφή του, αλλά ο Χούριν ποτέ δεν της απάντησε. Έμειναν για λίγο μαζί και αντάλλαξαν τις τελευταίες τους κουβέντες μέχρι που έφυγε από τη ζωή με τη δύση του ήλιου. Ο Χούριν έσκαψε για εκείνη ένα τάφο στη δυτική μεριά του Βράχου των Κακορίζικων (την επιτύμβια στήλη του Τούριν και της Νίενορ) και την έθαψε μαζί με τα παιδιά τους.

Σύμφωνα με τα προφητικά λόγια του Γκλιρχούιν, ενός κιθαρωδού του Μπρέθιλ, οι τάφοι και η αναμνηστική επιτύμβια στήλη επέζησαν του Πολέμου της Οργής και του Καταποντισμού του Μπελέριαντ στο νησί Τολ Μόργουεν, το δυτικότερο νησί στα ανοικτά των ακτών του Λίντον στη Δεύτερη και Τρίτη Εποχή.


Δεν υπάρχουν σχόλια: