Άνθρωποι

Η φυλή των Ανθρώπων είναι η δεύτερη φυλή των οντοτήτων που δημιουργήθηκε από τον Ilúvatar. Επειδή ξύπνησαν κατά την έναρξη της Πρώτης Εποχής του Ηλίου, ενώ τα Ξωτικά ξύπνησαν τρεις Εποχές πριν από αυτούς, ονομάζονται Δευτερογεννημένοι (Quenya: Atani, Sindarin: Edain) από τα Ξωτικά. Ξύπνησαν σε μια περιοχή που βρίσκεται στην ανατολική Μέσης-Γη που ονομάζεται Hildórien. Όταν ο ήλιος ανέτειλε για πρώτη φορά στη μακρινή Δύση, οι Άνθρωποι άρχισαν να περιπλανιούνται προς την κατεύθυνση αυτή, ένα ταξίδι από το οποίο πολλοί έφτασαν στο Μπελέριαντ αιώνες αργότερα.


Οι Άνθρωποι φέρουν το ονομαζόμενο "Δώρο των Ανθρώπων", το οποίο είναι η θνησιμότητα, και ως εκ τούτου, γερνούν και πεθαίνουν όταν έρχεται η ώρα τους, και είναι επιρρεπείς σε ασθένειες και παθήσεις. Ο Ιλούβαταρ επίσης προίκησε τους Ανθρώπους με την ελευθερία του να διαμορφώσουν το δικό τους μέλλον, απέχοντας από τα σχέδια της μουσικής των Άινουρ. Ωστόσο, η επιρροή του Μόργκοθ έκανε τους Ανθρώπους να φοβούνται τη μοίρα τους και να βλέπουν το Θάνατο σαν καταδίκη αντί για δώρο.

Παρά το ότι όλοι οι Άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους, υπάρχουν πολλές διαφορετικές ομάδες με διαφορετικές κουλτούρες. Η σημαντικότερη ομάδα στις ιστορίες της Πρώτης Εποχής ήταν οι Εντάιν. Αν και η λέξη Εντάιν αφορά τεχνικά όλους τους Ανθρώπους, τα Ξωτικά την χρησιμοποιούν για να διαχωρίσουν τους Ανθρώπους που πολέμησαν μαζί τους την Πρώτη Εποχή κατά του Μόργκοθ στο Μπελέριαντ. Οι Εντάιν χωρίζονται σε τρεις Οίκους. Ο Πρώτος Οίκος των Εντάιν ήταν ο Οίκος του Μπέορ, ο οποίος μπήκε στο Μπελέριαντ το 305 της Πρώτης Εποχής και του δόθηκε η γη του Λάντρος στο Ντορθόνιον από τον Φίνροντ Φέλαγκουντ. Ο Δεύτερος Οίκος των Εντάιν, οι Χάλαντιν, οδηγήθηκε από τον Χάλνταντ και αργότερα από την κόρη του Χάλεθ και εγκαταστάθηκε στο Δάσος του Μπρέθιλ. Ο Τρίτος Οίκος, ο οποίος έγινε ο μεγαλύτερος, οδηγήθηκε από τον Μάραχ και αργότερα από τον απόγονό του τον Χάντορ, και εγκαταστάθηκε στο Ντορ-Λόμιν. Αυτός ο Οίκος ήταν γνωστός και ως Οίκος του Μάραχ και Οίκος του Χάντορ.
 

Δεν υπήρξαν άλλοι Άνθρωποι που να διέσχισαν τα Βουνά της Καταχνιάς ούτε που να πολέμησαν τον Μόργκοθ. Ωστόσο, ορισμένοι, όπως οι Ανατολίτες, πολέμησαν ανοιχτά στο πλευρό του. Σε μεταγενέστερες εποχές, οι Χαράντριμ και οι Ανατολίτες θα πολεμήσουν στο πλευρό του Σάουρον τους απογόνους των Εντάιν.

Edain και Dúnedain: Ως ανταμοιβή για την αφοσίωσή τους και ως αντιστάθμισμα για τις συμφορές τους στον Πόλεμο της Οργής, δόθηκε από τους Βάλαρ στους απογόνους των Εντάιν μια νέα γη ως τόπος κατοικίας τους, μεταξύ της Μέση-Γης και των Αθάνατων Τόπων. Αυτή ήταν η γη του Νούμενορ, ένα νησί με τη μορφή ενός πεντάκτινου αστεριού.

Οδηγήθηκαν σε αυτό το νησί από τον Έλρος με τη βοήθεια του πατέρα του, του Εαρέντιλ, ο οποίος έπλευσε στους ουρανούς ως φωτεινό αστέρι με το ίδιο όνομα και κατεύθηνε τα πλοία των
Εντάιν στο Νούμενορ. Μόλις έφτασαν, ο Έλρος έγινε ο πρώτος βασιλιάς του Νούμενορ και πήρε το όνομα Ταρ-Μινυάτουρ (Tar-Minyatur). Οι Εντάιν έγιναν γνωστοί ως Númenóreans ή Dúnedain (Άνθρωποι της Δύσης στη Sindarin). Το βασίλειο του Νούμενορ αύξησε τη δύναμή του, και οι Ντούνενταιν έγιναν οι ευγενέστεροι και οι υψηλότεροι όλων των Ανθρώπων της Άρντα. Στις πρώτες μέρες τους, οι Ντούνενταιν παρέμειναν σύμμαχοι προς τα Ξωτικά της Μέση-Γης, και τους βοήθησαν στη μάχη κατά του Σάουρον

Καθώς οι Άνθρωποι της Δύσης αύξησαν τη δύναμη και την ευτυχία τους, δυσανασχέτησαν με το "Δώρο των Ανθρώπων", τον Θάνατο. Ήθελαν να γίνουν αθάνατοι όπως τα Ξωτικά και να απολαμβάνουν τα αγαθά τους για πάντα. Οι περισσότεροι από τους Νουμενόρειους, συμπεριλαμβανομένης και της γραμμής των Βασιλέων, άρχισαν να στρέφονται μακριά από τους Βάλαρ, και μιλούσαν ενάντια της Απαγόρευσης των Βάλαρ, η οποία τους απαγόρευε να πλεύσουν δυτικά του Νούμενορ ή να εισέλθουν στο Βάλινορ. Οι Νουμενόρειοι γινόντουσαν όλο και πιο εχθρικοί προς όλες τις επιρροές των Ξωτικών στο χώρο τους, και το 2899 της Δεύτερης Εποχής, ο Ar-Adûnakhôr έγινε ο πρώτος βασιλιάς του Νούμενορ που πήρε το βασιλικό όνομά του στην Adûnaic, τη γλώσσα των Ανθρώπων, αντί για την Quenya, τη γλώσσα των Ξωτικών του Βάλινορ

Κατά τη διάρκεια της αρχής της εξέγερσής τους, οι Νουμενόρειοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: η πρώτη, είχε την υποστήριξη του Βασιλιά και περιελάμβανε την πλειοψηφία του λαού. Ήθελαν να κερδίσουν την αθανασία και να ξεφύγουν από την πατρογονική τους υποταγή στους Βάλαρ. Οι Βασιλείς ήθελαν, επίσης, να διακόψουν τις σχέσεις τους με τα Ξωτικά, και έτσι έκαναν την Adûnaic επίσημη γλώσσα και τιμώρησαν εκείνους που μιλούσαν τις γλώσσες των Ξωτικών. Η διωκόμενη μειονότητα, οι Πιστοί, οδηγήθηκαν από τους Άρχοντες του Αντούνιε, τη δυτικότερη επαρχία του Νούμενορ, και παρέμειναν πιστοί στους Βάλαρ. Επίσης, προσπάθησαν να διατηρήσουν τη φιλία τους με τα Ξωτικά.

Όταν ο Σάουρον είχε προφανώς ηττηθεί, μεταφέρθηκε στο νησί από τον στρατό των Νουμενόρειων κοντά στο τέλος της Δεύτερης Εποχής και εκμεταλλεύτηκε την υπερηφάνεια των
Ανθρώπων της Δύσης. Με το να διδάσκει πολλά τους Ντούνενταιν και να κολακεύει τον βασιλιά, Αρ-Φάραζον, έγινε ένας από τους συμβούλους του Βασιλιά και κέρδισε τις καρδιές των Ανθρώπων. Τελικά, ο Σάουρον συμβούλευσε τον Αρ-Φάραζον να επιτεθεί στο Βάλινορ και να διεκδικήσει την αθανασία, και εκείνος το έκανε. Ως τιμωρία, το Νούμενορ, το νησί των Ανθρώπων της Δύσης, βυθίστηκε στη θάλασσα και μόνο οι Πιστοί διέφυγαν και σώθηκαν. Όταν οι Πιστοί επέστρεψαν στη Μέση-Γη με επικεφαλής τον Ελέντιλ, ίδρυσαν τα δίδυμα βασίλεια της Γκόντορ και της Άρνορ.

Το πνεύμα του Σάουρον διέφυγε από το Νούμενορ προς τη Μέση-Γη και έθεσε εκ νέου ισχυρό στρατό για να αμφισβητήσει τα νέα βασίλεια των Ντούνενταιν, την Γκόντορ και την Άρνορ. Με τη βοήθεια του Γκιλ-Γκάλαντ και των Ξωτικών ο Σάουρον νικήθηκε και διέφυγε στην Ανατολή. Όταν ο Σάουρον επέστρεψε στο προσκήνιο και άρχισε να συγκεντρώνει δύναμεις, μια σειρά από μεγάλες μάστιγες ήρθαν από την Ανατολή. Αυτές οι αρρώστιες χτύπησαν σκληρά στο Βορρά και το Νότο, και προκάλεσαν ραγδαία μείωση του πληθυσμού της Άρνορ. Ο επικεφαλής των Εννέα Δαχτυλιδοφαντασμάτων, που είναι γνωστός ως μάγος-βασιλιάς της Άνγκμαρ, ξεκίνησε επίθεση εναντίον των διαιρεμένων Βόρειων βασίλειων των Ντούνενταιν από ένα οχυρό στο βουνό Κάρν Ντούμ. Τελικά, κατάφερε να καταστρέψει το Άρθενταϊν, το τελευταία από τα Βόρεια βασίλεια.

Μετά την πτώση του Άρθενταϊν, ένα απομεινάρι των βόρειων Ντούνενταιν έγιναν οι Φύλακες του Βορρά, οι οποίοι ανέλαβαν να προστατέψουν και να διατηρήσουν την ειρήνη στη γη των πατέρων τους. Ο επιζών πληθυσμός των Ντούνενταιν της Άρνορ υποχώρησε στα νότια του Ρίβεντελ, ενώ οι μικρότεροι πληθυσμοί σχημάτισαν απομονωμένους οικισμούς στο δυτικό Eρίαντορ.

Οι Ντούνενταιν ήταν ανώτεροι από τους άλλους Ανθρώπους στην ευγένεια του πνεύματος και του σώματος, ήταν ψηλοί, με σκούρα μαλλιά, χλωμό δέρμα και γκρίζα μάτια. Επιπλέον, ο Βασιλιάς των Ντούνενταιν, ιδίως εκείνων της υψηλής αξίας, διαθέτει μεγάλη σοφία και σύνεση και περιστασιακά προφητεία. Επωφελήθηκαν από τη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής (τρεις φορές η ζωή ενός κανονικού άνθρωπου) και μπορούσαν να διατηρήσουν τη νεότητά τους μέχρι το τέλος των ημερών τους. Αν και ο λόγος δεν έχει εξηγηθεί πλήρως στο «Σιλμαρίλλιον», ένα πράγμα που εκτός από τους λιμούς, οδήγησε στην ελαχιστοποιηση του αριθμού των Ντούνενταιν ήταν και η τάση τους να έχουν λίγα παιδιά, σε πολλές περιπτώσεις μόνο ένα ανά οικογένεια. Ο Άραγκορν προερχόταν από μια μακρά σειρά προγόνων που με την σειρά τους ήταν μοναχοπαίδια οικογενειών Ντούνενταιν, όπως και ο ίδιος.

Black Númenóreans και Haradrim: Οι Πιστοί δεν ήταν οι μόνοι Νουμενόρειοι που είχαν απομείνει στη Μέση-Γη όταν το Νούμενορ βυθίστηκε. Όταν το Νούμενορ ανέπτυξε ναυτική δύναμη πολλοί Νουμενόρειοι ίδρυσαν αποικίες στη Μέση-Γη. Τη δεύτερη χιλιετία της Δεύτερης Εποχής υπήρχε έξοδος των Ανθρώπων από το υπερπλήρες νησί. Πολλοί από τους Ανθρώπους του Βασιλιά εγκαταστάθηκαν στη Μέση-Γη επειδή ήθελαν να κατακτήσουν περισσότερα εδάφη, καθώς και οι Πιστοί επειδή διώχτηκαν από τους Βασιλείς. Οι Πιστοί εγκαταστάθηκαν στο Πελάργκιρ, ενώ οι Άνθρωποι του Βασιλιά εγκαταστάθηκαν στο Λιμάνι του Ούμπαρ και άλλες αποικίες στο νότο. Από αυτές τις αποικίες ο Σάουρον στρατολόγησε Ανθρώπους που αργότερα θα γίνουν μερικά από τα εννέα Δαχτυλιδοφαντάσματα κατά τη δεύτερη χιλιετία της Δεύτερης Εποχής. Όταν το Νούμενορ καταστράφηκε, οι Άνθρωποι του Βασιλιά έγιναν γνωστοί ως Μαύροι Νουμενόρειοι και παρέμειναν εχθρικοί προς τους Πιστούς της Γκόντορ. Τελικά, το φρούριο των Μαύρων Νουμενόρειων στο Ούμπαρ κατακτήθηκε από την Γκόντορ το 933 της Τρίτης Εποχής.

Ανατολικά του Ούμπαρ ζούσε μια άλλη ομάδα Ανθρώπων που ονομάζονται Χαράντριμ. Ήταν σκουρόχρωμοι Άνθρωποι και πολεμούσαν πάνω σε μεγάλους Ελέφαντες. Ήταν και αυτοί εχθρικοί προς τη Γκόντορ, αν και νικήθηκαν
από τον Χιαρμεντάκιλ Α' το 1050 της Τρίτης Εποχής. Πολλοί Χαράντριμ πάλεψαν στη Γκόντορ στο πλευρό του Σάουρον στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού.

Ανατολίτες: Οι περισσότεροι Άνθρωποι που πολέμησαν στους στρατούς των Μόργκοθ και Σάουρον ήταν Ανατολίτες, οι οποίοι κατάγονταν από την περιοχή γύρω από τη Θάλασσα της Ρούν. Ορισμένοι Ανατολίτες πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στα βασίλεια των Ξωτικών στο Μπελέριαντ, μεταξύ των οποίων ήταν ο Μπορ και οι γιοί του, και ο Ούλφανγκ ο Μαύρος και οι γιοι του. Αυτό αποδείχθηκε καταστροφικό για τα Ξωτικά στη Μάχη των Ατέλειωτων Δακρύων, όταν ο Ούλφανγκ και οι δικοί του άλλαξαν στρατόπεδο και τάχθηκαν με τον Μόργκοθ, αν και ο Μπορ και οι γιοι του πέθαναν γενναία πολεμώντας στο πλευρό των Έλνταρ.

Μετά την ήττα του
Μόργκοθ, ο Σάουρον αύξησε την επιρροή του στους Ανατολίτες, και παρόλο που ο ίδιος νικήθηκε από την Τελευταία Συμμαχία των Ξωτικών και των Ανθρώπων στο τέλος της Δεύτερης Εποχής, οι Ανατολίτες ήταν οι πρώτοι εχθροί που επιτέθηκαν ξανά στη Γκόντορ το 492 της Τρίτης Εποχής. Ηττήθηκαν από τον Βασιλιά Ρομεντάκιλ Α', αλλά εισέβαλαν και πάλι το 541 της Τρίτης Εποχής και πήραν εκδίκηση σκοτώνοντάς τον. Ο γιος του Ρομεντάκιλ, ο Τουράμπαρ, πήρε μεγάλα τμήματα γης από αυτούς.
 

Οι Ανατολίτες της Τρίτης Εποχής ήταν χωρισμένοι σε διαφορετικές φυλές, όπως οι Wainriders και οι Balchoth. Οι Wainriders ήταν μια συνομοσπονδία Ανατολιτών που ήταν πολύ δραστήρια μεταξύ του 1856 και του 1944 της Τρίτης Εποχής. Αυτοί αποτελούσαν σοβαρή απειλή για την Γκόντορ για πολλά χρόνια, αλλά ηττηθήκανε ολοκληρωτικά από τον Εάρνιλ Β' το 1944. Στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού οι Ανατολίτες ήταν μεταξύ των πιο σκληρών πολεμιστών του Σάουρον στη Μάχη των Πεδίων του Πέλεννορ.

Βόρειοι: Οι Άνθρωποι που παρέμειναν κατά τη διάρκεια της Πρώτης Εποχής ανατολικά των Γαλάζιων Βουνών και των Βουνών της Καταχνιάς, δεν μπήκαν όλοι στον πειρασμό από τον Μόργκοθ ή τον Σάουρον, και ενώθηκαν μετά τον Πόλεμο της Οργής με εκείνους από τους Εντάιν που δεν επιθυμούσαν να ταξιδέψουν στο Νούμενορ. Οι Βόρειοι που κατοικούσαν στο Μίρκγουντ και σε άλλα μέρη του Ροβάνιον ήταν φιλικοί προς τους Ντούνενταιν, καθώς είναι ως επί τω πλείστον συγγενείς τους. Οι άνδρες του Ντέηλ και του Έσγκαροθ ήταν Άνθρωποι του Βορρά, όπως και οι Άνθρωποι των Δασών του Μίρκγουντ, και οι Εοθέοντ οι οποίοι έγιναν οι Ροχίρριμ.

Dunlendings και Drúedain: Όταν ο Ελέντιλ ίδρυσε το Βασίλειο της Άρνορ τα σύνορά της γρήγορα επεκτάθηκαν προς το ποτάμι Greyflood, και της Γκόντορ ομοίως επεκτάθηκαν μέσα από το Ενεντγουέιθ. Στο Ενεντγουέιθ και το Μινχίριαθ έζησε μια ομάδα Ανθρώπων που σχετίζονταν με αυτούς τους Ανθρώπους, οι οποίοι έγιναν ο Οίκος της Χάλεθ, και ήταν γνωστοί ως οι Dunlendings. Είχαν ζήσει στο μεγάλο δάσος που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του Ερίαντορ, και όταν οι Νουμενόρειοι άρχισαν να κόβουν τα δέντρα για να κατασκευάσουν τα πλοία τους στη Δεύτερη Εποχή, κερδίσαν και την εχθρότητα των Dunlendings. Οι Dunlendings αργότερα έγιναν εχθροί του Ρόαν, επειδή πίστευαν ότι οι Ροχίρριμ είχαν κλέψει τα εδάφη τους. Λόγω των εχθρότητά τους με τους Ροχίρριμ, οι Dunlendings υπηρέτησαν τον Σάρουμαν στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού και πολέμησαν εναντίον τους στη Μάχη του Χόρνμπεργκ.

Μια άλλη ομάδα Ανθρώπων ήταν οι Woses. Ήταν μικροί και σκυφτοί, και ήταν πάντα λίγοι σε αριθμό και βραχύβιοι σε σύγκριση με άλλες φυλές των Ανθρώπων. Έζησαν αναμεταξύ των Ανθρώπων του Οίκου της Χάλεθ στην Πρώτη Εποχή, και ονομάστηκαν από τα Ξωτικά Drúedain.
Το τέλος της Τρίτης Εποχής σημαδεύεται από το τέλος της κυριαρχίας των Ξωτικών και την αρχή της κυριαρχίας των Ανθρώπων.


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

οι ανθρωοποι οταν πεθαινουν φευγουν απο τους κυκλους του κοσμου και πανε στν δημιουργο τους;;σωστα;; ή τα μπερδεψα;;;

Melian είπε...

Δεν είναι ξεκάθαρο πού πάνε οι ψυχές των Ανθρώπων μετά τον θάνατο, λέγεται ότι ούτε στα Ξωτικά είναι γνωστό, ούτε στους Βάλαρ και πως μόνο ο Ιλούβαταρ ξέρει. Στο book of lost tales, ωστόσο, αναφέρεται ότι κάποια που λέγεται Fui και που μοιάζει με τη Νιέννα, έκρινε τις ψυχές των Ανθρώπων. Οι Κύκλοι του Κόσμου ήταν τα όρια της θνητής ζωής και σχετικά με αυτούς υπάρχουν αναφορές, πχ από τον Άραγκορν την ώρα του θανάτου του, που είπε στην Άργουεν ότι δεν θα δεσμεύονταν για πάντα στους Κύκλους του Κόσμου και ότι θα συναντιόντουσαν ξανά (πέρα από αυτούς). Εφόσον λοιπόν ο θάνατος ονομάζεται Δώρο των Ανθρώπων, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο θάνατος είναι δώρο διότι ίσως ξεφεύγουν από το γήινο και θνητό πεδίο (Κύκλοι του Κόσμου). Λογικά λοιπόν πάνε στον Ιλούβαταρ, αλλά δεν είναι σαφές και μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν.