Η Μοίρα της πρώτης Αποστολής

Η Ωδή της Λέϊθιαν λέει ότι ο Μπέρεν διέσχισε χωρίς εμπόδια το Ντόριαθ και τέλος έφτασε στην περιοχή των Λιμνών του Λυκόφωτος και στους Βάλτους του Σίριον. Αφήνοντας τη γη του Θίνγκολ ανέβηκε στους λόφους πάνω από τους Καταρράκτες του Σίριον, εκεί που ο ποταμός έπεφτε μέσα στη γη με μεγάλο θόρυβο. Από κει κοίταξε δυτικά και μέσα από την ομίχλη και τις βροχές που έπεφταν σ'εκείνους τους λόφους είδε την Τάλαθ Ντίρνεν, τη Φυλαγμένη Πεδιάδα, που απλωνόταν ανάμεσα στον Σίριον και τον Νάρογκ. Πιο πέρα μακριά διέκρινε τα υψώματα του Τάουρ-εν-Φάροθ που υψώνονταν πάνω από τη Νάργκοθροντ. Και επειδή ήταν στερημένος τα πάντα και ήταν χωρίς ελπίδα και γνώμη, πήρε το δρόμο για εκεί.


Σε όλη εκείνη την πεδιάδα τα Ξωτικά της Νάργκοθροντ διατηρούσαν άγρυπνη φρουρά και κάθε λόφος στα σύνορα ήταν στεφανωμένος με κρυφά φρούρια και σ' όλα τα δάση και τους αγρούς της περιπολούσαν τοξότες κρυφά και με μεγάλη επιδεξιότητα. Τα βέλη τους ήταν εύστοχα και θανατηφόρα, και τίποτα δεν μπορούσε να περάσει χωρίς την θέλησή τους. Κι έτσι, πριν ο Μπέρεν προχωρήσει πολύ στον δρόμο του, είχε γίνει αντιληπτός και ο θάνατος του ήταν πολύ κοντά. Γνωρίζοντας όμως τον κίνδυνο που διέτρεχε, κρατούσε συνεχώς ψηλά το δαχτυλίδι του Φέλαγκουντ και μ'ολο που δεν είδε κανένα ζωντανό πλάσμα εξαιτίας του κρύψιμου των κυνηγών, το ένιωθε πως τον παρακολουθούσαν και κάθε τόσο φώναζε: "Είμαι ο Μπέρεν, ο γιος του Μπαραχίρ. Πηγαίνετέ με στο Βασιλιά!"


Έτσι οι κυνηγοί δεν τον σκότωσαν, αλλά μαζεύτηκαν και του έστησαν ενέδρα και τον διέταξαν να σταματήσει. Μόλις είδαν, όμως, το δαχτυλίδι, υποκλίθηκαν μπροστά του αν και βρισκόταν σε δύσκολη θέση και ήταν άγριος και ταλαιπωρησμένος από το δρόμο. Τον οδήγησαν βόρεια και δυτικά, ταξιδεύοντας νύχτα για να μη μάθει τους δρόμους τους. Τότε δεν υπήρχε διάβαση ή γέφυρα πάνω από το ορμητικό ρεύμα του Νάρογκ, μπροστά στις πύλες της Νάργκοθροντ. Αλλά πιο πέρα, βορινά, εκεί που ο Γκίνγκλιθ χυνόταν στο Νάρογκ, το ρεύμα ελαττωνόταν και, αφού πέρασαν σ'εκείνο το σημείο απέναντι, τα Ξωτικά γύρισαν πάλι κατά το νότο και οδήγησαν τον Μπέρεν κάτω από το φως του φεγγαριού στις σκοτεινές πύλες των κρυφών τους δωμάτων. 

 

Έτσι, ο Μπέρεν ήρθε μπροστά στο Βασιλέα Φίνροντ Φέλαγκουντ. Και ο Φέλαγκουντ τον γνώρισε δίχως τη χρεία του δαχτυλιδιού για να θυμηθεί τη γενιά του Μπέορ και τον Μαραχίρ. Κάθισαν πίσω από κλειστές πόρτες και ο Μπέρεν του είπε για το θάνατο του πατέρα του και για όλα όσα του συνέβησαν στο Ντόριαθ. Κι έκλαψε όταν θυμήθηκε τη Λούθιεν και την κοινή τους χαρά. Ο Φέλαγκουντ, όμως, άκουσε την ιστορία του με θαυμασμό και ανησυχία, γιατί κατάλαβε ότι ο όρκος που είχε δώσει κάποτε τον έβρισκε τώρα φέρνοντας του το θάνατο, όπως από παλιά είχε προβλέψει στην Γκαλάντριελ. Μίλησε τότε στον Μπέρεν με βαριά καρδιά:


"Είναι φανερό πως ο Θίνγκολ επιθυμεί το θάνατό σου. Αλλά φαίνεται πως αυτή η απόφαση ξεπερνά το σκοπό του και ο Όρκος του Φέανορ ξανάρχισε να δουλεύει. Γιατί τα Σίλμαριλ είναι καταραμένα με έναν όρκο μίσους, και όποιος πει έστω και το όνομα τους με επιθυμία, μια μεγάλη δύναμη ξυπνά από τον ύπνο της. Οι γιοί του Φέανορ προτιμούν να καταστρέψουν όλα τα Ξωτικο-Βασίλεια παρά να επιτρέψουν σε κάποιον άλλο να κερδίσει ή να αποκτήσει ένα Σίλμαριλ, γιατί τους σπρώχνει ο Όρκος. Και τώρα ο Κέλεγκορμ και ο Κουρούφιν είναι φιλοξενούμενοι στο παλάτι μου και μ'ολο που εγώ, ο γιος του Φινάρφιν, είμαι ο βασιλιάς, έχουν κερδίσει μεγάλη δύναμη στο βασίλειο και είναι επικεφαλής πολλών από τους δικούς τους. Έχουν δείξει φιλία απέναντί μου σε κάθε ανάγκη, αλλά φοβάμαι ότι δε θα δείξουν ούτε αγάπη ούτε έλεος αν μαθευτεί η αποστολή σου. Ο όρκος δεν παύει να ισχύει κι έτσι είμαστε όλοι μαζί παγιδευμένοι".


Έπειτα ο βασιλιάς Φέλαγκουντ μίλησε στο λαό του, υπενθυμίζοντας τα κατορθώματα του Μπαραχίρ και τον όρκο του και δήλωσε πως ήταν καθήκον του να βοηθήσει το γιο του Μπαραχίρ στην ανάγκη του και ζήτησε τη βοήθεια των αρχόντων του. Τότε ο Κέλεγκορμ σηκώθηκε από το πλήθος και βγάζοντας το σπαθί του από τη θήκη φώναξε:


"Ας είναι και φίλος ή εχθρός, δαίμονας του Μόργκοθ ή Ξωτικό, παιδί των Ανθρώπων ή όποιο άλλο ζωντανό πλάσα της Άρντα, ούτε νόμος ούτε αγάπη ούτε συμμαχία της κόλασης ούτε η δύναμη των Βάλαρ ούτε δύναμη από μάγια, τίποτα δεν θα τον γλιτώσει από το μίσος της καταδίωξης των γιων του Φέανορ αν πάρει ή βρεί ένα Σίλμαριλ και το κρατήσει. Γιατί μόνο εμείς διεκδικούμε τα Σίλμαριλς ως τη συντέλεια του κόσμου".


Είπε κι άλλα πολλά λόγια, τόσο δυνατά όσο ήταν πολύ παλιά στο Τίριον τα λόγια του πατέρα του που πρώτα άναψαν τους Νόλντορ κι επαναστάτησαν. Και μετά τον Κέλεγκορμ μίλησε ο Κουρούφιν σε ηπιότερο τόνο, όχι όμως με λιγότερη δύναμη, εμβάλλοντας στη σκέψη των Ξωτικών ένα όραμα πολέμου και καταστροφής της Νάργκοθροντ. Τόσο μεγάλο φόβο έβαλε στις καρδιές τους, που ποτέ, ως την εποχή του Τούριν, κανένα Ξωτικό εκείνου του βασιλείου δεν πήγε να πολεμήσει ανοιχτά. Αλλά στα κρυφά και με ενέδρες, με μάγια και δηλητηριασμένα βέλη καταδίωκαν όλους τους ξένους λησμονώντας τα δεσμά της συγγένειεας. Κι έτσι ξέπεσαν από την ανδρεία και την ελευθερία των Ξωτικών του παλιού καιρού και η χώρα τους σκοτείνιασε.


Και τώρα μουρμούριζαν ότι ο γιος του Φινάρφιν δεν ήταν Βάλα για να μπορεί να τους διατάζει και γύρισαν τα πρόσωπά τους από την άλλη μεριά. Αλλά η κατάρα του Μάντος έπεσε πάνω στους αδελφούς και σκοτεινές σκέψεις ξύπνησαν στις καρδιές τους, να στείλουν μόνο του τον Φέλαγκουντ στο θάνατο και να σφετεριστούν, αν μπορέσουν, το θρόνο της Νάργκοθροντ. Γιατί αυτοί προέρχονταν απ'τις αρχαιότερες γενιές των πριγκίπων των Νόλντορ.


Και ο Φέλαγκουντ, βλέποντας πως τον είχαν εγκαταλείψει, έβγαλε από το κεφάλι του την ασημένια κορώνα της Νάργκοθροντ και την πέταξε στα πόδια τους λέγοντας:


"Εσείς μπορεί να παραβαίνετε τον όρκο πίστης σ'εμένα, αλλά εγώ πρέπει να κρατήσω το λόγο μου. Αν όμως υπάρχουν κάποιοι που η σκιά της κατάρας μας δεν τους έχει ακόμα πλακώσει, θα ήθελα να βρώ τουλάχιστον μερικούς να με ακολουθήσουν και να μη φύγω από δω σαν ζητιάνος που τον πετάνε από την πόρτα".


Δέκα βρέθηκαν να σταθούν στο πλευρό του. Και ο αρχηγός τους, που τον έλεγαν Εντράχιλ, σκύβοντας σήκωσε την κορώνα και ζήτησε να δοθεί σε κάποιον επίτροπο ως την επιστροφή του Φέλαγκουντ. "Γιατί παραμένεις βασιλιάς μου και δικός τους", είπε "ό,τι κι αν συμβεί".


Τότε ο Φέλαγκουντ έδωσε το στέμμα της Νάργκοθροντ στον αδελφό του τον Ορόντρεθ να κυβερνά στη θέση του. Ο Κέλεγκορμ και ο Κουρούφιν δεν είπαν τίποτα, αλλά χαμογέλασαν κι έφυγαν από τα ανάκτορα.


Ένα δειλινό του φθινοπώρου ο Φέλαγκουντ και ο Μπέρεν ξεκίνησαν από την Νάργκοθροντ με τους δέκα συντρόφους τους και ακολούθησαν τον Νάρογκ ως την πηγή του στους Καταρράκτες της Ίβριν. Το βράδυ, κάτω από τα Βουνά της Σκιάς συνάντησαν μια ομάδα Ορκ και τους σκότωσαν όλους στον καταυλισμό τους και τους πήραν τα πράγματά τους και τα όπλα τους. Με την τέχνη του Φέλαγκουντ η εξωτερική τους μορφή και τα πρόσωπα άλλαξαν κι έμοιαζαν με Ορκ. Κι έτσι μεταμφιεσμένοι, προχώρησαν πολύ στο δρόμο τους προς το βορρά και τόλμησαν να διασχίσουν το δυτικό πέρασμα ανάμεσα στα Έρεντ Γουέθριν και τα υψώματα του Τάουρ-νου-Φούιν. Ο Σάουρον όμως στον πύργο του τους πήρε είδηση και δυσπιστούσε, γιατί πήγαιναν βιαστικά και δεν σταματούσαν να δώσουν αναφορά για τις πράξεις τους, όπως ήταν η διαταγή για όλους τους υπηρέτες του Μόργκοθ που περνούσαν από κει. Γι'αυτό έστειλε να τους πιάσουν και να τους φέρουν μπροστά του.


Έτσι έγινε ο διαγωνισμός ανάμεσα στον Σάουρον και τον Φέλαγκουντ που είναι ξακουστός. Γιατί ο Φέλαγκουντ συναγωνίστηκε με τον Σάουρον σε τραγούδια δύναμης, και η δύναμη του βασιλιά ήταν πολύ μεγάλη αλλά ο Σάουρον είχε την υπεροχή, όπως λέει η Ωδή της Λεϊθιαν:



Αρχίζει ο Σάουρον να λέει ένα τραγούδι μαγικό,
για τρύπημα και άνοιγμα προδοτικό
που αποκαλύπτει, ξεσκεπάζει προδίδοντας.
Και τότε ο Φέλαγκουντ ταλαντευόμενος
έψαλλε την απάντησή του δίνοντας,
ενάντια στο δυνατό μαχόμενος.
Κι είπε για δύναμη και φυλαγμένα μυστικά
και πίστη σταθερή, διαφυγή και λευτεριά,
για μεταμόρφωση και φόρμας αλλαγή,
για δίχτυα και παγίδας διαφυγή
και γι'αλυσες που σπαν' κι ανοίγει η φυλακή.
Μπρος πίσω το τραγούδι πάει κι έρχεται,
ζαλίζεται και πνίγεται και δυνατό επανέρχεται
και δυναμώνει κι ο Φέλαγκουντ συνέχεια πολεμά
κι όλη τη δύναμη τη μαγική φέρνει ξανά
και τηνέ πλέκει σε τραγούδια Ξωτικά.
Και στα σκοτάδια ακούγονται πουλιά να τραγουδούν
να ψέλνουν σαν τα κύματα της Θάλασσας π'αντιβοούν
στην άμμο της ακτής της Δυτικής
και στα μαργαριτάρια της ακτής της Ξωτικής.
Μα η σκοτεινιά και το σκοτάδι αυξήθηκαν
στο Βάλινορ, και κόκκινα τα αίματα ξεχύθηκαν
στης Θάλασσας την άκρη, που οι Νόλντορ σκότωσαν
κι απ'τους Αφροταξιδευτές που τόλμησαν κι έκλεψαν
τ'ασπρα καράβια τους με τα πάλευκα πανιά απ'τα λιμάνια.
Οι άνεμοι θρηνούν
οι λύκοι αλυχτούν και τα κοράκια φεύγουν.
Οι πάγοι τρίζουν στης θάλσσας τα στόματα
κι οι αιχμάλωτοι θρηνούν στην Άνγκμπαντ θλιβερά.
Κυλούν βροντές και η φωτιά θεριεύει
Κι ο Φίνροντ στο θρονί μπροστά πέφτει κι απομένει.


Τότε ο Σάουρον τους απογύμνωσε από τη μεταμφίεσή τους και στάθηκαν μπροστά του γυμνοί και φοβισμένοι. Αλλά μ'ολο που αποκαλύφθηκε το είδος τους, ο Σάουρον δεν μπόρεσε ν'ανακαλύψει τα ονόματά τους και τους σκοπούς τους.


Τους έριξε, λοιπόν, σ'ενα βαθύ μπουντρούμι, σκοτεινό και σιωπηλό, και απειλούσε να τους σκοτώσει με τρόπο σκληρό αν δεν του πρόδιδαν την αλήθεια. Πότε πότε έβλεπαν δυο μάτια να ανάβουν στο σκοτάδι κι ένας λυκάνθρωπος κατασπάραζε κάποιον από τους συντρόφους. Αλλά κανένας δεν πρόδωσε τον άρχοντά του.


Τότε που ο Σάουρον πέταξε τον Μπέρεν στο μπουντρούμι, ένας βαρύς τρόμος πλάκωσε την καρδιά της Λούθιεν. Πήγε να συμβουλευτεί τη Μέλιαν κι έμαθε ότι ο Μπέρεν ήταν κλεισμένος στα μπουντρούμια του Τιλ-ιν-Γκαούρχοθ χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Η Λούθιεν τότε, βλέποντας ότι από κανέναν άλλο στη γη δε θα ερχόταν βοήθεια, αποφάσισε να το σκάσει από το Ντόριαθ και να πάει η ίδια να βοηθήσει. Ζήτησε όμως τη βοήθεια του Ντάερον του ραψωδού κι αυτός πρόδωσε τους σκοπούς της στο βασιλιά. Τότε ο Θίνγκολ πλημμύρισε φόβο και απορία. Κι επειδή δεν ήθελε να στερήσει τη Λούθιεν από τα φώτα του ουρανού, μη τυχόν και καταπέσει και σβήσει, επειδή όμως ήθελε να την περιορίσει, έβαλε να κατασκευάσουν ένα σπίτι απ'οπου να μην μπορεί να δραπετεύσει. Όχι μακριά από τις πύλες του Μένεγκροθ υψωνόταν το μεγαλύτερο απ'ολα τα δέντρα στο Δάσος του Ντέλντορεθ, ένα δάσος από οξιές στο βόρειο μέρος του βασιλείου. Αυτή η θεόρατη οξιά λεγόταν Χίριλορν και είχε τρείς κορμούς, ίσους σε διαστάσεις, με λείο φλοιό και πολύ μεγάλο ύψος. Και τα κλαδιά τους βρίσκονταν σε πολύ μεγάλη απόσταση από τη γη. Πολύ ψηλά ανάμεσα στους κορμούς της Χίριλορν, έχτισαν ξύλινο σπίτι κι εκεί υποχρεώθηκε να εγκατασταθεί η Λούθιεν και απομάκρυναν τις σκάλες και τις φρουρούσαν, εκτός μόνον όταν οι υπηρέτες του Θίνγκολ της έφερναν πράγματα που χρειαζόταν.


Η Ωδή της Λεϊθιαν λέει πως η Λούθιεν δραπέτευσε από το σπίτι στη Χίριλορν, γιατί χρησιμοποίησε τη μαγική της τέχνη κι έκανε τα μαλλιά της να μακρύνουν πάρα πολύ και μ'αυτά ύφανε ένα σκουρόχρωμο μανδύα που τύλιγε την ομορφιά της σαν ίσκιος και ήταν φορτωμένος με μάγια που έφερναν ύπνο. Με όσα μαλλιά περίσσεψαν, έπλεξε ένα σχοινί και το κρέμασε από το παράθυρο του δωματίου της. Και όπως η άκρη του κουνιόταν πάνω από τους φρουρούς που κάθονταν κάτω από το δέντρο, αυτοί αποκοιμήθηκαν βαθιά. Τότε η Λούθιεν κατέβηκε με το σκοινί από τη φυλακή της και, κουκουλωμένη με το σκιομανδύα της, ξέφυγε απ'ολα τα μάτια κι εξαφανίστηκε από το Ντόριαθ.


Τότε έτυχε ο Κέλεγκορμ και ο Κουρούφιν να πάνε μαζί για κυνήγι στη Φυλαγμένη Πεδιάδα, κι αυτό το έκαναν εξαιτίας του Σάουρον, που γεμάτος υποψίες έστελνε πολλούς δαίμονες-λύκους στις περιοχές των Ξωτικών. Έτσι λοιπόν, πήραν τα κυνηγόσκυλά τους και ξεκίνησαν και έκαναν τη σκέψη ότι πριν επιστρέψουν, μπορεί να ακούσουν και τίποτα νέα σχετικά με το βασιλιά Φέλαγκουντ. Ο αρχηγός τώρα των λύκων που ακολουθούσαν τον Κέλεγκορμ λεγόταν Χούαν. Αυτός δεν είχε γεννηθεί στη Μέση Γη, αλλά είχε έρθει από το Ευλογημένο Βασίλειο. Ο Όρομε, πολύ παλιά στο Βάλινορ, τον είχε χαρίσει στον Κέλεγκορμ κι εκεί ακολουθούσε το βούκινο του αφέντη του πριν έρθει το κακό. Ο Χούαν ακολούθησε τον Κέλεγκορμ στην εξορία και του ήταν πιστός. Κι έτσι βρέθηκε κι αυτός κάτω από την ίδια μοίρα που είχε οριστεί για τους Νόλντορ και ήταν γραφτό να συναντήσει το θάνατο, όχι όμως πριν αντιμετωπίσει τον πιο μεγάλο δαίμονα-λύκο που θα'χε ποτέ περπατήσει πάνω στη γη.

 

Συνέχεια >>>> 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: