Ο Μέλκορ (Μόργκοθ)

O Melkor, επίσης γνωστός αργότερα και ως Morgoth, ήταν ο μεγαλύτερος των Ainur. Έχασε τη δόξα του όταν διατάραξε τη Μουσική των Ainur και αψήφησε τη θέληση του Eru Iluvatar. Ο Melkor διέφθειρε πολλούς από τους Ainur και τους υπέταξε, πολέμησε τους Valar και επέφερε μεγάλο κακό στην Arda. Η κλοπή των Silmarils και οι πόλεμοι εναντίον Ξωτικών και Ανθρώπων περιλαμβάνουν μεγάλο μέρος της ιστορίας της Πρώτης Εποχής. Τελικά, ο Μorgoth νικήθηκε στον Πόλεμο της Οργής, αλυσοδέθηκε από τους Valar και πετάχτηκε στο Αιώνιο Κενό. Melkor σημαίνει "Αυτός που Υψώνεται με Δύναμη", και ήταν ο πρώτος Σκοτεινός Άρχοντας (ονομαζόμενος πλέον Morgoth = Μαύρος Εχθρός) και αφέντης του Sauron. Μια μέρα, σύμφωνα με την προφητεία, ο Morgoth θα επιστρέψει γεμάτος οργή, αλλά θα συντριβεί ολοκληρωτικά στην Dagor Dagorath, την Τελική Μάχη.


Ο Μέλκορ ήταν ο πρώτος και ο πιο δυνατός από τους Άινουρ που δημιούργησε ο Ιλούβαταρ στις Άχρονες Αίθουσες στην αρχή της δημιουργίας. Ο αδερφός του ήταν ο Μάνγουε, όμως ο Μέλκορ ήταν ο πιο δυνατός και είχε την περισσότερη γνώση από οποιονδήποτε άλλον Άινου. Ο Μέλκορ, επειδή περιπλανιόταν στο Κενό στην προσπάθειά του να βρει και να χρησιμοποιήσει την Άφθαρτη Φλόγα, την πηγή της ικανότητας της δημιουργίας του Ιλούβαταρ, ανέπτυξε διαφορετικές ιδέες από εκείνες των υπολοίπων Άινουρ. Μέσα του γεννήθηκαν επαναστατικές διαθέσεις ενάντια στον δημιουργό του, λόγω του ότι επιθυμούσε να δημιουργήσει όντα για να κατοικήσουν στο Κενό, και ήταν δυσαρεστημένος από το γεγονός ότι ο Ιλούβαταρ δεν το είχε κάνει. Παρόλα αυτά ο Μέλκορ δεν μπορούσε να βρει τη Φλόγα, γιατί εκείνη δεν ήταν στο Κενό, αλλά με τον Ιλούβαταρ.

  
Η Μουσική των Άινουρ

Όταν οι Άινουρ έφτιαξαν μουσική, ο Μέλκορ ενσωμάτωσε τις παράξενες σκέψεις του στο τραγούδι του. Το τραγούδι του συγκρούστηκε με το Θέμα του Ιλούβαταρ, ενοχλώντας τους Άινουρ τριγύρω του, και αναγκάζοντας μερικούς από αυτούς να συγχρονίσουν τη μουσική τους με τη δική του. Για λίγο το Θέμα του Ιλούβαταρ και η παραφωνία του Μέλκορ πολέμησαν η μία την άλλη. Αλλά ο Έρου χαμογέλασε και έστειλε ένα νέο Θέμα. Οι περισσότεροι Άινουρ ενώθηκαν μαζί του, αλλά ο Μέλκορ το απέρριψε ακόμα πιο βίαια. Στο τέλος, πολλοί από τους Άινουρ σταμάτησαν να τραγουδούν από φόβο, έτσι ώστε οι παραφωνίες του Μέλκορ κέρδισαν έδαφος. Τότε ο Έρου έστειλε ενάντια στον Μέλκορ ένα τρίτο Θέμα, πιο ακόρεστο, πιο γλυκό και πιο όμορφο από τα άλλα. Παρόλο όμως που ο Μέλκορ δεν μπορούσε να το νικήσει, εντούτοις εξακολουθούσε να το πολεμά. Στο τέλος ο Έρου σταμάτησε τη μουσική εντελώς με μία μόνο συγχορδία.

Τότε ο Έρου επέπληξε δημόσια τον Μέλκορ, λέγοντάς του ότι ο ίδιος ήταν η πηγή όλης της μουσικής, συνεπώς ο Μέλκορ δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει το δικό του τραγούδι ή να αλλάξει το Θέμα του Ιλούβαταρ. Έτσι, παρόλο που ο Μέλκορ αντιτάχτηκε στον Ιλούβαταρ ολόψυχα, το μόνο που κατάφερε ήταν να διευρύνει τον σκοπό του Έρου σε νέους και θαυμαστούς τρόπους. Ο Μέλκορ ντράπηκε και θύμωσε από την κρίση του Ιλούβαταρ, αλλά έκρυψε τα συναισθήματά του. Όταν ο Έρου έδειξε στους Άινουρ το αποτέλεσμα της μουσικής τους, την Έα, ο Μέλκορ παρακάλεσε για να μπει στην Άρντα, προσποιούμενος ότι ήταν πρόθυμος να εργαστεί σε αυτή μαζί με τους υπόλοιπους Βάλαρ για τη δόξα του Ιλούβαταρ. Στην πραγματικότητα επιθυμούσε να εξουσιάσει την Άρντα και όλα τα πλάσματα πάνω σε αυτή, ειδικά τα Παιδιά του Ιλούβαταρ. Τελικά, του επετράπη να εισέλθει στην Έα και να πάει στην Άρντα μαζί με τους άλλους Βάλαρ. Όταν έφτασε εκεί, ανακοίνωσε στους υπόλοιπους ότι στο εξής εκείνος θα ήταν ο άρχοντας της Άρντα. Ο Μάνγουε, ο αδερφός του, λόγω του ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει το κακό, αλλά και φοβούμενος ότι ο Μέλκορ ίσως προσπαθούσε να εισέλθει στην Άρντα, κάλεσε πολλούς Άινουρ για προστασία. Ο Μέλκορ έφυγε για τις μακρινές περιοχές της Έα, αφήνοντας τον κόσμο ήσυχο για λίγο.


Πόλεμος με τους Βάλαρ

Αλλά ο Μέλκορ πήρε μορφή, μεγάλη και τρομερή, και επιτέθηκε στις εργασίες προετοιμασίας της γης που έκαναν οι Βάλαρ. Έγινε πόλεμος, ο Πρώτος Πόλεμος με τον Μέλκορ, κατά τον οποίο έπεσαν βουνά και προκλήθηκαν τεράστιες καταστροφές. Αν και αναστάτωσε το έργο των Βάλαρ και κατέστρεψε αρκετό από αυτό, ένα μεγάλο πνεύμα ονόματι Τούλκας ήρθε στην Άρντα από άλλες περιοχές της Έα για να τον πολεμήσει. Όταν ο Τούλκας έδιωξε μακριά τον Μέλκορ, οι Βάλαρ κατάφεραν να ολοκληρώσουν την Άρντα και ο κόσμος σταθεροποιήθηκε. Οι Βάλαρ κατοίκησαν στη γη που ονομάζεται Άλμαρεν, και ύψωσαν Δύο Λάμπες για να φωτίζουν τη νέα γη: την Ίλλουιν και την Όρμαλ. Στο μεταξύ, ο Μέλκορ, είχε αποσπάσει την προσοχή - και σε ορισμένες περιπτώσεις, τον θαυμασμό - των Μάιαρ, των μικρότερων πνευμάτων της Άρντα. Ο ίδιος είχε πολλούς κατασκόπους ανάμεσά τους, από τους οποίους μάθαινε όλα όσα έκαναν οι Βάλαρ, και απλά περίμενε. Όταν λοιπόν οι Βάλαρ έκατσαν να γιορτάσουν την ολοκλήρωση των εργασιών τους, ο Μέλκορ συγκέντρωσε όσους ήταν αφοσιωμένοι σε εκείνον, και όταν κοίταξε κάτω την ομορφιά της Άρντα γέμισε με μίσος. Ο Τούλκας παντρεύτηκε τη Νέσσα σε εκείνη τη γιορτή, και εκείνη χόρεψε ενώπιον των Βάλαρ. Ο Τούλκας αποκοιμήθηκε και τότε ήταν που επιτέθηκε ο Μέλκορ.

Ο Μέλκορ με τον στρατό του πέρασαν από τα Τείχη της Νύχτας και επέστρεψε ξανά στην Άρντα. Χωρίς την επαγρύπνηση του Τούλκας, ο ερχομός του Μέλκορ δεν έγινε αντιληπτός από τους Βάλαρ, και εκείνος εκμεταλλευόμενος αυτό άρχισε να σκάβει στα βάθη της γης, φτιάχνοντας ένα φρούριο στα βόρεια που ονομάστηκε Ουτούμνο. Η Άνοιξη της Άρντα μαράθηκε καθώς το παγωμένο κακό ξεχύθηκε από το φρούριο. Θάνατος και αρρώστια κατέλαβαν όλο το πράσινο της Άρντα, ενώ τα ζώα πολεμούσαν και σκότωναν το ένα το άλλο. Οι Βάλαρ τότε ήξεραν ότι ο Μέλκορ είχε επιστρέψει και αναζήτησαν το κρυσφήγετό του. Όμως εκείνος έκανε την πρώτη του επίθεση. Ήρθε σε αυτούς με οργή και πόλεμο, καταστρέφοντας το Άλμαρεν και τις Δύο Λάμπες, και ο κόσμος γέμισε με φωτιά και ορμούμενο νερό. Από αυτή την κατακλυσμιαίων διαστάσεων καταστροφή που προκλήθηκε, η συμμετρία της Άρντα χάλασε. Μέσα σε όλη αυτή τη σύγχιση και τη σκοτεινιά ο Μέλκορ ξέφυγε επιστρέφοντας στο Ουτούμνο. Οι Βάλαρ έκριναν ότι έπρεπε να κρατήσουν τις δυνάμεις τους, ώστε να σώσουν ό,τι μπορούσαν και να μην διαλυθεί ο κόσμος, και δεν τον κυνήγησαν - μα και να το έκαναν, δεν ήξεραν πού είχε πάει. Η Άνοιξη της Άρντα είχε τελειώσει μέσα σε πολύ μεγάλη καταστροφή και αναταραχή.


Κυριαρχία στη Μέση-Γη

Με το Άλμαρεν κατεστραμμένο, οι Βάλαρ έφυγαν για μια νέα ήπειρο πέρα από τη θάλασσα, το Άμαν, και εκεί έχτισαν το Βάλινορ. Επιπλέον, δημιούργησαν νέες πηγές φωτός, τα Δύο Δέντρα, τον Τελπέριον και την Λαουρέλιν, για να φωτίζουν τον κόσμο. Ο Μέλκορ στο μεταξύ περιπλανιόταν στη Μέση-Γη με πολλές μορφές, οπλισμένος όμως με ψύχος και φωτιά. Κάποιοι από τους Βάλαρ ήταν απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τη Μέση-Γη, ειδικότερα ο Ούλμο και η Γιαβάννα. O Μέλκορ στο βορρά έχτισε τη δύναμή του συγκεντρώνοντας δαίμονες, ανατρέφοντας νέα τέρατα υπό την προσοχή των Μάιαρ υπηρετών του, που έγιναν αργότερα γνωστοί ως Μπάλρογκς. Επιπλέον έφτιαξε και άλλο φρούριο που ονομαζόταν Άνγκμπαντ στα βόρεια της Μέσης-Γης, ώστε να μπορέσει να προβάλει αντίσταση σε οποιαδήποτε επίθεση των Βάλαρ. Σε αυτό το φρούριο όρισε υπεύθυνο τον Σάουρον. Οι Βάλαρ έδρασαν εναντίον του Μέλκορ σε ισχύ, όμως η δύναμή του ήταν πολύ μεγάλη για να υπερισχύσουν.

Μετά τη νίκη του, ο Μέλκορ άρχισε να σκάβει ακόμα πιο μεγάλα φρούρια και λάκκους, όπου συγκέντρωνε τις ορδές και τους δαιμονικούς στρατούς του, έχοντας αυτοπεποίθηση για την κυριαρχία του στον κόσμο. Περιπλανώμενος στην αυτοκρατορία που απέσπασε με τη βία, έμαθε για το ξύπνημα των πρώτων απ' τα Παιδιά του Ιλούβαταρ, τα Ξωτικά. Ο ίδιος τους προκαλούσε φόβο, και έσφαξε ή αιχμαλώτισε πολλά από αυτά. Μερικά Ξωτικά από αυτά που αιχμαλώτισε, λέγεται ότι μέσω βασανιστηρίων, τα μετέτρεψε σε Όρκς.


Τα Χρόνια στο Βάλινορ

Οι Βάλαρ δεν άργησαν να ανακαλύψουν τα Ξωτικά. Φοβούμενοι ότι ενδεχομένως ο Μέλκορ θα τα διέφθειρε ή θα τα σκότωνε, ο Μάνγουε αποφάσισε ότι η επιθυμία του Ιλούβαταρ ήταν να ανακτήσουν τη Μέση-Γη με οποιοδήποτε κόστος. Πικραμένοι από την προηγούμενη ήττα τους, έφτασαν στη Μέση-Γη με πολύ μεγάλη δύναμη. Πολιόρκησαν το Ουτούμνο και τελικά το κατέστρεψαν μετά από μια μεγάλη μάχη, κατά τη διάρκεια της οποίας η όψη της Μέσης-Γης άλλαξε, αν και οι απώλειές τους ήταν καταστροφικές. Ο Μέλκορ αιχμαλωτίστηκε και αλυσοδέθηκε με την αλυσίδα Ανγκάινορ, όμως ο Σάουρον ξέφυγε. Ο Μέλκορ κρατούταν φυλακισμένος στις Αίθουσες του Μάντος, και παρέμεινε εκεί για τρεις Εποχές, σχεδιάζοντας την εκδίκησή του. Ανακτώντας ακόμα τις δυνάμεις τους από την προηγούμενη πολιορκία, οι Βάλαρ δεν μπορούσαν να κυνηγήσουν και να εξοντώσουν όλες τις δυνάμεις του Μέλκορ που σκορπίστηκαν από το παγωμένο φρούριο, και πολλά μολυσματικά πλάσματα και υποτακτικοί του κακού ξέφυγαν και περίμεναν την επιστροφή του Άρχοντά τους.

Όταν έληξε η φυλάκισή του, ο Μέλκορ παρουσιάστηκε στον αδερφό του, τον Μάνγουε, τον αρχηγό των Βάλαρ. Ο Μέλκορ καταπιέζοντας τον εγωισμό του με σκέψεις εκδίκησης, παρακάλεσε για συγχώρεση μπροστά στον θρόνο του Μάνγουε. Ο Μάνγουε τον συγχώρεσε, αν και ο Ούλμο και ο Τούλκας ήταν δυσαρεστημένοι με αυτή την απόφαση. Οι Βάλαρ όμως δεν τον άφησαν απ' τα μάτια τους, και εκείνος είχε το ελεύθερο να μείνει στη Βάλιμαρ. Για αρκετό καιρό ασκούσε την διεφθαρμένη επιρροή του στα Ξωτικά, ειδικότερα στους Νόλντορ. Οι Βάνυαρ δεν τον εμπιστεύονταν και οι Τελέρι - σκέφτηκε - ότι ήταν πολύ αδύναμοι για τα σχέδιά του. Όμως οι Νόλντορ ήταν περίεργοι και πρόθυμοι να μάθουν αυτά που μπορούσε να τους διδάξει.


Εκδίκηση ενάντια στους Βάλαρ

Με τον καιρό, ο Μέλκορ βρήκε τον μεγαλύτερο αντίπαλο, αλλά και το μεγαλύτερο εργαλείο, στο πρόσωπο του Φέανορ, τον μεγαλύτερο γιο του Φίνγουε. Ο Φέανορ ήταν ο δημιουργός των Σίλμαριλς, τα οποία ο Μέλκορ επιθυμούσε με πάθος. Καθώς ο Μέλκορ έσπερνε ψέματα υπογείως και μισές αλήθειες για τους Βάλαρ, αλλά και για τον Ερχομό των Ανθρώπων υπό την μορφή φημών, ο Φέανορ ήταν βαθιά επηρρεασμένος, παρόλο που μισούσε βαθύτατα τον Μέλκορ και δεν ήξερε ότι αυτός ήταν πίσω από όλα αυτά. Οι νέες του ιδέες για διοίκηση μεγάλων εδαφών και βασιλείων άγγιξαν την καρδιά του Φέανορ, αλλά και τις καρδιές πολλών άλλων Νόλντορ. Άρχισαν να ψιθυρίζουν διάφορα εναντίον των Βάλαρ, και η ειρήνη στο Βάλινορ είχε διαταραχτεί. Ο Φέανορ σύντομα προκάλεσε μπελάδες και όταν κλήθηκε να απολογηθεί μπροστά στους Βάλαρ, αποκαλύφθηκε ότι πίσω από τους ψιθύρους, τις φήμες και τα προβλήματα βρισκόταν ο Μέλκορ. Τότε ο Τούλκας έφυγε αμέσως να πάει να τον βρει και να τον αντιμετωπίσει, αλλά ο Μέλκορ είχε εξαφανιστεί.

Ο Μέλκορ δεν είχε φανεί για λίγο διάστημα, αλλά μετά εμφανίστηκε στον Φέανορ στο Φόρμενος, προσπαθώντας να τον δελεάσει με λόγια φιλίας και με μια πρόταση για εκδίκηση εναντίον των Βάλαρ, για τους οποίους ο Φέανορ πίστευε ότι τον αδίκησαν. O Φέανορ αμφιταλαντευόταν, αλλά ο Μέλκορ τον πίεζε πολύ, και, όταν αναφέρθηκε στα Σίλμαριλς άγγιξε την ευαίσθητη χορδή του Φέανορ, ο οποίος βλέποντας τα σχέδιά του και το πάθος του για τα κοσμήματα  τον καταράστηκε και τον απέρριψε. Ο Μέλκορ θυμωμένος έφυγε και πήγε νότια, πέρα από το βουνό του Χυαρμέντιρ, στην ομιχλιασμένη κοιλάδα του Άβαθαρ, εκεί όπου κατοικούσε η Ουνγκόλιαντ, ένα μυστηριώδες σκοτεινό πνεύμα με την μορφή αράχνης, που αρχικά ήταν υπηρέτης του αλλά τον απαξίωσε μετά την αποτυχία του. Μετά από λίγο την έπεισε να αφήσει στην άκρη τους φόβους της προσφέροντάς της γενναίες ανταμοιβές, και εκείνη ύφανε έναν μανδύα σκιάς και για τους δυό τους.

Ο Μέλκορ και η Ουνγκόλιαντ επιτέθηκαν κατά τη διάρκεια μιας γιορτής στη Βάλιμαρ. Ο Μέλκορ και η Ουνγκόλιαντ στράγγιξαν τα Δύο Δέντρα. Κατόπιν η Ουνγκόλιαντ στράγγιξε τις Πηγές της Άρντα, και οι δυό τους έφυγαν βόρεια για το Φόρμενος, αφήνωντας τη γη για μια ακόμη φορά στο σκοτάδι και στη σύγχιση. Στο Φόρμενος, ο Μέλκορ έσφαξε τον Φίνγουε και έκλεψε τον θησαυρό τοιυ Φέανορ, συμπεριλαμβανομένων και των Σίλμαριλς. Μετά πέρασε το παγωμένο Χελκαράξε, μπαίνοντας για άλλη μια φορά στη Μέση-Γη. Σύντομα βρισκόταν πίσω στην Άνγκμπαντ. Είχε χτυπήσει με σιγουριά και ακρίβεια. Ο Φέανορ τον καταράστηκε και τον ονόμασε Μόργκοθ, Μάυρο Εχθρό, και από τότε με αυτό το όνομα ήταν γνωστός στους Έλνταρ.


Επιστροφή στο Μπελέριαντ

Ασφαλής πλέον, η Ουνγκόλιαντ απαίτησε από τον συνεργάτη της τα κοσμήματα του Φέανορ. Η αράχνη είχε μεγαλώσει σε μέγεθος και δύναμη, και ο Μόργκοθ, αδύναμος πλέον από τις συνεχείς του προσπάθειες, ξαφνικά τη φοβήθηκε. Μη έχοντας τη δύναμη να την πολεμήσει, αρνήθηκε να της δώσει τα Σίλμαριλς και εκείνη τον εγκλώβισε μέσα σε ιστούς θέλωντας να τον καταβροχθίσει. Τότε ο Μόργκοθ έβγαλε μια κραυγή απόγνωσης που αντήχησε σε όλη την Άνγκμπαντ. Ο Γκόθμογκ και οι Μπάλρογκς την άκουσαν και τον έσωσαν, οδηγώντας την Ουνγκόλιαντ μακριά με τα μαστίγιά τους. Έτσι ο Μόργκοθ επέστρεψε στην Άνγκμπαντ.


Οι Πόλεμοι του Μπελέριαντ 

Ο Μόργκοθ ξανάχτισε τα φρούρια στο Μπελέριαντ. Ο Έλου Θίνγκολ και οι Σίνταρ ζούσαν στο βασίλειο του Ντόριαθ, ο Κίρνταν και οι Τελέρι ζούσαν στο Φαλάς, και οι Νάντορ στην Οσσίριαντ. Ο Μόργκοθ έκανε πόλεμο στον Θίνγκολ περικυκλώνοντας το Ντόριαθ και αποκόπτωντάς τον από τον Κίρνταν. Όμως ο Θίνγκολ ήταν εις θέση να επικοινωνήσει με τον Κίρνταν για βοήθεια, και οι Νάντορ ενώθηκαν με τους Σίνταρ για να πολεμήσουν τα Όρκς μεταξύ του Άρος και του Γκέλιον. Παγιδευμένα ανάμεσα σε δυό στρατούς, τα Όρκς του Μόργκοθ νικήθηκαν στην Πρώτη Μάχη. Τα Όρκς που επιτέθηκαν στον Κίρνταν είχαν μεγαλύτερη επιτυχία, πιέζοντας τους Τελέρι στην άκρη της θάλασσας.

Η Μάχη Κάτω από τ' Άστρα (Dagor-nuin-Giliath)

Ο Μόργκοθ αντιμετώπισε νέες προκλήσεις όταν ο Φέανορ και οι δικοί του έφτασαν στη Μέση-Γη. Τους επιτέθηκε γρήγορα στο Μίθριμ, ελπίζοντας να τους εκδιώξει γρήγορα και να μην μείνουν πολύ ώστε να αποτελέσουν απειλή. Αλλά τα Ξωτικά είχαν μόλις έρθει από το Άμαν και είχαν το φως αυτού του τόπου στα μάτια τους. Τα Όρκς τους φόβισαν, αλλά ο Φέανορ τα καταδίωξε φτάνοντας μέχρι τα Θανγκορόντριμ και τις πύλες της Άνγκμπαντ, αλλά ο Μόργκοθ έστειλε τον Γκόθμογκ και τους Μπάλρογκς. Ο Φέανορ σκοτώθηκε αλλά και οι Μπάλρογκς οδηγήθηκαν πίσω. Το Φαλάς ελευθερώθηκε, και παρόλο που ο Μόργκοθ είχε χάσει το Μπελέριαντ έξω από το Έρεντ Ένγκριν, παρηγορήθηκε με το γεγονός ότι ο Φέανορ ήταν νεκρός. Για περισσότερες λεπτομέρειες δες Η Μάχη Κάτω από τα Άστρα.


Η Ένδοξη Μάχη (Dagor Aglareb)

Ο Φινγκόλφιν ήταν ο επόμενος που έφτασε μαζί με τους γιούς του και τους γιούς του Φινάρφιν. Έφτασαν ακόμη και μέχρι τις πύλες της Άνγκμπαντ αλλά δεν μπορούσαν να πάνε μακρύτερα. Καθώς τα Ξωτικά άρχισαν να χτίζουν (ή να ξαναχτίζουν) τα βασίλειά τους στη Μέση-Γη, ο Μόργκοθ περίμενε εξήντα χρόνια πριν επιτεθεί ξανά. Ήταν η Dagor Aglareb, η Ένδοξη Μάχη, και ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν μια ένδοξη νίκη για τα Ξωτικά. Ο Φινγκόλφιν και ο Μαέδρος, ο μεγαλύτερος γιος του Φέανορ, ένωσαν τις δυνάμεις τους και απώθησαν τον Μόργκοθ. Στη συνέχεια ξεκίνησαν την Πολιορκία της Άνγκμπαντ, το σχέδιο της οποίας ήταν να κρατηθεί ο Μόργκοθ μέσα στο οχυρό του. Για περισσότερες λεπτομέρειες δες Η Ένδοξη Μάχη


Η Μάχη της Ξαφνικής Φλόγας (Dagor Bragollach)

Ο Μόργκοθ παρέμεινε αδρανής και κρυμμένος μέχρι το 455 της Πρώτης Εποχής, και εμφανίστηκε ξαφνικά με μεγάλη οργή. Τον χειμώνα έριξε μεγάλα ποτάμια φλόγας πάνω στο μέχρι πρότινος πράσινο Άρντ-γκάλεν (εξού και η μάχη έμεινε γνωστή ως Dagor Bragollach), καίγοντας ζωντανούς πολλούς ιππείς των Ξωτικών. Οι δυνάμεις του, με επικεφαλής τον Γκόθμογκ και τον Γκλάουρουνγκ, χτυπούσαν τα οχυρά από όλες τις πλευρές και πολλοί άρχοντες των Νόλντορ έπεσαν σε εκείνη τη μάχη. Το μεγαλύτερο μέρος του Μπελέριαντ λεηλατήθηκε και το Ντορθόνιον κατακτήθηκε, όπως επίσης και ο βόρειος Σίριον και το Άνοιγμα του Μάγκλορ. Με ένα μόνο χτύπημα ο Μόργκοθ έσπασε την πολιορκία της Άνγκμπαντ, αλλά η νίκη του δεν ήταν τόσο επιτυχής όσο ο ίδιος θα προτιμούσε. Το Έρεντ Γουέθριν, το Χίμρινγκ και το Χίθλουμ αντέχανε ακόμη και πολεμούσαν εναντίον του αν και μεά βίας. 

Ο βασιλιάς Φινγκόλφιν ήταν απογοητευμένος και οργισμένος από την ήττα και πήγε γεμάτος θυμό στην Άνγκμπαντ. Με τα μάτια του γεμάτα φλόγα, τα Όρκς τον πέρασαν για κάποιο εκδικητικό πνεύμα και έφυγαν μακριά του. Εκεί προκάλεσε τον Μόργκοθ σε μονομαχία. Παρά τη δύναμη του, ο Μόργκοθ είχε τον φόβο του θανάτου περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον Βάλα, για αυτό ήταν διστακτικός ακόμη και ενάντια στον Φινγκόλφιν. Όταν ο Φινγκόλφιν τον αποκάλεσε δειλό, τον χλεύασε και δεν τόλμησε να αρνηθεί την πρόκληση για μονομαχία. Βγήκε έξω, και τα βήματά του ήταν σα να έπεφτε κεραυνός στη γη. Ήταν ντυμένος με μαύρη πανοπλία, σιδερένια κορόνα, κρατώντας ασπίδα και το Γκρόντ, το Σφυρί του Κάτω Κόσμου, και τότε εκείνος και ο Φινγκόλφιν ξεκίνησαν την άγρια μονομαχία. Φλόγες έβγαιναν από τη γη με κάθε χτύπημα του σφυριού του, αλλά ο Φινγκόλφιν ήταν γρηγορότερος και απέφευγε κάθε αργό, αλλά δυνατό, χτύπημά του. Ο βασιλιάς Φινγκόλφιν κατάφερε στον Μόργκοθ επτά πληγές, αλλά παρότι ο Μόργκοθ φώναζε από πόνο, ήταν πολύ ισχυρός γοια να σκοτωθεί. Στο τέλος ο Φινγκόλφιν κουράστηκε και ρίχτηκε κάτω από την ασπίδα του Μόργκοθ. Τρεις φορές τον έριξε στα γόνατα τον Φινγκόλφιν και τις τρεις ξανασηκώθηκε, σηκώνοντας μαζί την σπασμένη του ασπίδα και του βουλιαγμένο του κράνος. Στη συνέχεια ο Φινγκόλφιν σκόνταψε στο ανώμαλο έδαφος και έπεσε προς τα πίσω. Ο Μόργκοθ τον πάτησε στο λαιμό και τον καταπλάκωσε. Ο Φινγκόλφιν, στο τελευταίο του απελπισμένο χτύπημα, τρύπησε το πόδι του Μόργκοθ με το Ρίνγκιλ αναγκάζοντάς τον να είναι μόνιμα κουτσός, και οι επτά πληγές που του κατάφερε ο Φινγκόλφιν ποτέ δεν επουλώθηκαν. Ο Μόργκοθ κομμάτιασε το σώμα του Φινγκόλφιν και σκόπευε να το ρίξει στους λύκους του, αλλά ο Θορόντορ, ο βασιλιάς των Aετών, ήρθε και έπεσε πανω στον Μόργκοθ και του σημάδεψε το πρόσωπο. Ο Θορόντορ πήρε τον Φινγκόλφιν και τον ακούμπησε ψηλά σε μια βουνοκορφή που από το βορρά έβλεπε στην κρυμμένη κοιλάδα της Γκοντόλιν. Για περισσότερες λεπτομέρειες δες Η Μάχη της Ξαφνικής Φλόγας


    Η Αποστολή για το Σίλμαριλ

    Το νότιο μέρος του Μπελέριαντ ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος του, ελεύθερο απ' την οργή του Μόργκοθ. Τότε στο Ντόριαθ ζούσαν ο Μπέρεν του Οίκου του Μπέορ, και η Λούθιεν Τινούβιελ, η κόρη του Θίνγκολ και της Μέλιαν. Οι δυό τους ερωτεύτηκαν και ξεκίνησαν μαζί την Αποστολή για το Σίλμαριλ, κατά την διάρκεια της οποίας θα απομακρυνόταν ο Σάουρον από το Τολ-ιν-Γκάουρχοντ και εκείνοι θα μπορούσαν να μπουν στην Άνγκμπαντ μεταμφιεσμένοι. Ο Μόργκοθ έκανε διαβολικές σκέψεις όταν η Λούθιεν αποκαλύφθηκε μπροστά του, αλλά της επέτρεψε να χορέψει για εκείνον, και εκείνη τον αποκοίμησε με το τραγούδι της. Μαζί με τον Μπέρεν έκλεψαν το ένα από τα τρία Σίλμαριλς που είχε στην κορόνα του, και ο Μόργκοθ είχε μόνο τα δύο μέχρι τον Πόλεμο της Οργής.


    Η Μάχη των Ατέλειωτων Δακρύων (Nirnaeth Arnoediad)

    Λίγο καιρό μετά, το 471 της Πρώτης Εποχής, ο Μαέδρος έκανε μια μεγάλη συμμαχία με τους Ναούγκριμ, τους Εντάιν και άλλους από τους Νόλντορ, και πήγαν να προκαλέσουν τον Μόργκοθ, καθαρίζοντας το Μπελέριαντ από τις σκόρπιες δυνάμεις του. Αλλά ο Μόργκοθ, μέσω των κατασκόπων του, γνώριζε για τις ενέργειές τους. Έτσι, μαζί με τους συμμάχους του, τους Ανατολίτες, συγκρούστηκαν με την συμμαχία του Μαέδρος σε μια τεράστια μάχη στην οποία ο Μόργκοθ υπερίσχυσε, και πολλοί πρίγκηπες και αρχηγοί των Ξωτικών, των Ανθρώπων και των Νάνων έπεσαν. Για περισσότερες λεπτομέρειες δες Η Μάχη των Ατέλειωτων Δακρύων


      Η Κατάρα του Μόργκοθ

      Ο Μόργκοθ πήρε τον Χούριν, ο οποίος πιάστηκε αιχμάλωτος κατά τη διάρκεια της Μάχης των Ατέλειωτων Δακρύων, και τον έβαλε πάνω ψηλά στα Θανγκορόντριμ, ώστε να βλέπει την οικογένειά του, την οποία καταράστηκε ο Μόργκοθ. Με το θάνατο του Τούριν Τουράμπαρ και της Νίενορ, των παιδιών του Χούριν, ο Μόργκοθ τον ελευθέρωσε για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του.


      Η Πτώση της Γκοντόλιν

      Μετά από λίγο καιρό, με την βοήθεια του προδότη-Ξωτικού Μαέγκλιν, ο Μόργκοθ ανακάλυψε και πολιόρκησε την Γκοντόλιν. Ο βασιλιάς Τούργκον, ο τελευταίος αρσενικός απόγονος του Οίκου του Φινγκόλφιν, σκοτώθηκε σε αυτή την πολιορκία. Η νίκη του Μόργκοθ στο βορρά είχε ολοκληρωθεί, παρόλο που είχε χάσει τον Γκόθμογκ. Επιπλέον, μια ομάδα κατοίκων της Γκοντόλιν μπόρεσαν και διέφυγαν της καταστροφής της πόλης, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Τούορ και Ίντριλ, μαζί με τον γιο τους, τον Εαρέντιλ.


      Ο Πόλεμος της Οργής

      Αυτός ο πόλεμος ήταν η καταδίκη του Μόργκοθ γιατί, μερικά χρόνια αργότερα, ο Εαρέντιλ έπλευσε για το Βάλινορ για να ζητήσει τη βοήθεια των Βάλαρ στον πόλεμο εναντίον του Μόργκοθ. Οι Βάλαρ συμφώνησαν και πέρασαν το Μπελέγκαερ με ένα δυνατό στρατό. Ο Μόργκοθ απελευθέρωσε όλους τους δαίμονές του και όσες άμυνες διέθετε εναντίον τους, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει τη δύναμή τους. Οι δράκοι του έπεσαν πάνω στους Αετούς, και ο Ανκάλαγκον ρίχτηκε κάτω από τον Εαρέντιλ που ήταν στο πλοίο του, το Βίνγκιλοτ. Ο Μόργκοθ πιάστηκε μέσα στο φρούριο της Άνγκμπαντ, τα Σίλμαριλς αφαιρέθηκαν από την κορόνα του και αλυσοδέθηκε για ακόμα μία φορά με την Ανγκάινορ. Αυτή τη φορά, ωστόσο, πετάχτηκε έξω από την Άρντα και ρίχτηκε στο Κενό. Παρόλο όμως που είχε εξουδετερωθεί, υπήρχε ακόμη ο μεγαλύτερος υπηρέτης του για να συνεχίσει το διαβολικό του έργο στην παραμορφωμένη Άρντα, ο Μάια Σάουρον. Για περισσότερες λεπτομέρειες δες Ο Πόλεμος της Οργής.


        Η Τελική Μάχη (Dagor Dagorath)

        Ο Μόργκοθ παραμένει στο Κενό, ανίκανος να επιστρέψει στην Άρντα όσο οι Βάλαρ διατηρούσαν σε αυτή την κυριαρχία τους. Ωστόσο, σύμφωνα με την Δεύτερη Προφητεία του Μάντος, ο Μόργκοθ θα επιστρέψει και θα εισέλθει στην Άρντα. Θα πολεμήσει σε μια τεράστια μάχη που ονομάζεται Dagor Dagorath, η Τελική Μάχη, εναντίον των Βάλαρ και των συμμάχων τους, αλλά θα σκοτωθεί από τον Τούριν Τουράμπαρ, τον Άνθρωπο που καταράστηκε. Για περισσότερες λεπτομέρειες δες Η Τελική Μάχη.


        Χαρακτηριστικά

        Λέγεται ότι ο Μόργκοθ είχε δύναμη μεγαλύτερη από κάθετι στον κόσμο. Ήταν το πιο δυνατό ον που υπήρχε μετά τον Ιλούβαταρ, και ίσως πιο δυνατός και από όλους τους Βάλαρ μαζί. Ακριβώς όπως περιγράφει το όνομά του, ο Μόργκοθ τελικά πήρε μορφή μεγάλη και τρομερή, και σύντομα ήταν ανίκανος να την αλλάξει. Απέκτησε πολλές πληγές και σημάδια με τον καιρό: τα χέρια του κάηκαν όταν άγγιξε τα Σίλμαριλς, ο Φινγκόλφιν τον τραυμάτισε επτά φορές κατα τη διάρκεια της μεταξύ τους μάχης, και του προκάλεσε μια πληγή στοπόδι που τον έκανε να κουτσαίνει για πάντα. Επιπλέον ο Θορόντορ τον σημάδεψε στο πρόσωπο με τα νύχια του. Ο Μόργκοθ ήταν ενδεδυμένος με μαύρη πανοπλία και φορούσε μια σιδερένια κορόνα. Στη μάχη κρατούσε το Γκροντ, το σφυρί του κάτω κόσμου, το οποίο πιθανώς το σφυρηλάτησε ο ίδιος στην Άνγκμπαντ (εκτός και αν ο Σάουρον ή ο Γκόθμογκ το κράτησαν ασφαλές μετά την πολιορκία του Ουτούμνο).

        Ο Μόργκοθ περιγράφεται ως εξαιρετικά επιβλητικός και έμοιαζε με πύργο συγκριτικά με τον Φινγκόλφιν, ενώ η σκιά της ασπίδας του έμοιαζε με σύννεφο καταιγίδας. Ο Μόργκοθ είχε την επιθυμία της δύναμης. Πάνω απ' όλα, ωστόσο, είχε μέσα του μεγάλο μίσος για την ύπαρξη έξυπνης ή όμορφης ζωής. Αντίθετα με τον υπηρέτη του τον Σάουρον, ο απώτατος σκοπός του Μόργκοθ ήταν μόνο η καταστροφή, όχι ο έλεγχος, όλων όσων απεχθανόταν και μισούσε. Επιπλέον είχε πειθώ, και μπορούσε να επηρεάσει και να διαφθείρει πολλές μορφές ζωής για να γίνουν πρόθυμοι υπηρέτες του.




        Δεν υπάρχουν σχόλια: